Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Φίκιον

См. также в других словарях:

  • Φίκιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФИКИОНСКАЯ ГОРА —    • Φίκιον όρoς,          (η. ο̉ Φαγα̃ς), крутая, голая скала, в 15 стадиях на восток от Онхеста в Беотии, на которой, по преданию, жила Сфинкс (Φίξ эолическая форма для Σφίγξ). Paus. 8, 26, 2. Apollod. 3, 5, 18. Hesiod. scut. 33 …   Реальный словарь классических древностей

  • Φικίου — Φίκιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φικίῳ — Φίκιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μεδέων — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φωκίδας. Ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο της οροσειράς Δεσφίνης Άσπρων Σπιτιών, σε έναν μικρό όρμο που σχηματιζόταν στον Αντικυραίο κόλπο. Σώζονται ακόμα μερικά ερείπια των τειχών της. Ο Όμηρος τη μνημονεύει στην… …   Dictionary of Greek

  • φίβλα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φίβλα, πόρπη, φικίον, περόνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fibula «πόρπη, περόνη»] …   Dictionary of Greek

  • φίκα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σφίγγα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖκα συνδέεται με τη λ. Σφίγξ, ιγγός (πρβλ. Φῖξ, ικός και Φίκιον ὄρος, βλ. και λ. Σφίγγα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»