Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Σάον

См. также в других словарях:

  • σάον — σῶς safe and sound masc acc sg (doric) σῶς safe and sound neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάος — σᾱον, Α βλ. σῶς …   Dictionary of Greek

  • ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… …   Dictionary of Greek

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • Λουάρ — I (Loire, ελλ. Λίγηρας). Ποταμός (1.010 χλμ.) της κεντροδυτικής Γαλλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Πηγάζει σε ύψος 1.425 μ. από το όρος Ζερμπιέ ντε Ζονκ (Κεντρικός Ορεινός Όγκος) και κατέρχεται με επικρατούσα… …   Dictionary of Greek

  • Φρανς - Κοντέ — (Franche – Comté). Ιστορική περιοχή της Γαλλίας, που συμπίπτει με τον σημερινό νομό Άνω Σαόν, την περιοχή του Ντουμπ και αυτήν του Ιούρα. Στα χρόνια της φεουδαρχίας ανήκε στους Βουργούνδιους. Αργότερα έγινε τμήμα των κτίσεων του επισκόπου της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»