-
1 Πηλειδας
-
2 Πηλειδας...
-
3 Πηλεΐδας
1 son of Peleus Achilles.τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν P. 6.23
ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
-
4 Πηλείδας
Πηλείδᾱς, Πηλείδηςson of Peleus: masc acc plΠηλείδᾱς, Πηλείδηςson of Peleus: masc nom sg (epic doric aeolic)Πηλεΐδᾱς, Πηλεύςson of Peleus: masc acc pl (aeolic)Πηλεΐδᾱς, Πηλεύςson of Peleus: masc nom sg (epic doric aeolic)Πηλείδᾱς, Πηλεύςson of Peleus: masc acc pl (epic)Πηλείδᾱς, Πηλεύςson of Peleus: masc nom sg (epic doric aeolic) -
5 Πηλειδης
-
6 μεγαλοσθενης
-
7 Ἀχιλλεύς
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.1Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos O. 9.71Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.19
σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100
ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) N. 4.49 βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ) εὺς codd.) N. 6.50 κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) N. 7.27 ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias N. 8.30καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. N. 3.43f., O. 2.79f. -
8 Ἀχιλεύς
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.1Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos O. 9.71Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.19
σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100
ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) N. 4.49 βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ) εὺς codd.) N. 6.50 κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) N. 7.27 ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias N. 8.30καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. N. 3.43f., O. 2.79f. -
9 Πηλεύς
Πηλεύς, ὁ, gen. έως, [dialect] Ep. ῆος or εος, acc. έα (monosyll.) S.Fr. 487, E.Andr.22:— Peleus, Il.18.18, etc.; Πηλέως μάχαιρα, prov. of unexpected aid, Sch.Ar.Nu. 1059:—Adj. [full] Πήλειος, α, ον AP9.476b; [dialect] Ep. [full] Πηλήϊος, η, ον Il.18.60; Patron. [full] Πηλεΐδης, ου, [dialect] Ep. εω and αο, ὁ,A son of Peleus, 15.64, 614; [dialect] Ep. also [full] Πηληϊάδης, 1.1; [dialect] Dor. [full] Πηλεΐδας Pi. P.6.23 :—also [full] Πηλεΐων, ωνος, ὁ, Il.16.195, etc. (also as name of a frog, with play on πηλός, Batr.206); [full] Πηλεΐωνάδε to Peleus' son, Il. 24.338. (Popularly derived from πηλός (which however has [pron. full] ᾱ in [dialect] Dor.): hence prov. μὴ δεῖν τὸν Οἰνέα Πηλέα ποιεῖν don't make wine into lees, Ath.9.383c, cf. Demetr.Eloc. 171.)
См. также в других словарях:
Πηλείδας — Πηλείδᾱς , Πηλείδης son of Peleus masc acc pl Πηλείδᾱς , Πηλείδης son of Peleus masc nom sg (epic doric aeolic) Πηλεΐδᾱς , Πηλεύς son of Peleus masc acc pl (aeolic) Πηλεΐδᾱς , Πηλεύς son of Peleus masc nom sg (epic doric aeolic) Πηλείδᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)