-
1 узбек
-
2 узбек
узбе||км ὁ Οὐζμπέκος. -
3 узбек
[ουζμπιέκ] ουσ. α Ουζμπέκος -
4 узбек
[ουζμπιέκ] ουσ α Ουζμπέκος -
5 узбек
-а α.-чка, -и θ.Ουζμπέκος, -α.
См. также в других словарях:
Ουζμπέκος — θηλ. α ο κάτοικος τού Ουζμπεκιστάν, ο καταγόμενος από το Ουζμπεκιστάν … Dictionary of Greek
Αβλονί, Αμπουλά — (1878 – 1934).Ουζμπέκος ποιητής από την Τασκένδη. Σπούδασε στον Μεντρεσέ (μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο) της Τασκένδης. Στην προεπαναστατική περίοδο προσπάθησε με το έργο του να μορφώσει τους συμπατριώτες του. Για τον ίδιο σκοπό εξέδωσε το 1907… … Dictionary of Greek
Ουλουγκμπέκ, Μοχάμεντ Ταραγκέ — (Ulugh Beg, 1394 – 1448). Ουζμπέκος αστρονόμος και μαθηματικός. Εγγονός του Ταμερλάνου, ανακηρύχθηκε το 1409 διοικητής της Σαμαρκάνδης και, μετά τον θάνατο του πατέρα του Σαζρούχ (1447), έγινε αρχηγέτης της δυναστείας των Τιμουριδών. Άρχισε να… … Dictionary of Greek
παλαιοασιατικές γλώσσες — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται μία ομάδα γλωσσών (που ονομάζονται επίσης υπερβόρειες ή παλαιοσιβηρικές). Xρησιμοποιούνται στη βορειανατολική Ασία, σε εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και σε τμήμα του Ουζμπεκιστάν. Η υπαγωγή των γλωσσών αυτών… … Dictionary of Greek