Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Νέγρος

См. также в других словарях:

  • νέγρος — νέγρος, ο θηλ. α αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νέγρος — ο, θηλ. νέγρα 1. μέλος τής μαύρης φυλής τού ανθρώπινου γένους και ιδίως αυτός που ανήκει στους μαύρους τής Αμερικής 2. μαύρος δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. negro < λατ. niger, gra, grum «μαύρος»] …   Dictionary of Greek

  • Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… …   Dictionary of Greek

  • Негр — Эта статья посвящена истории и семантическим нюансам слова «негр», а также его русских и иностранных аналогов. Чтобы получить информацию о расе, смотрите статью «Негроидная раса». Негр (от исп. negro «чёрный (цвет)», устар. русск. арап ←… …   Википедия

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… …   Dictionary of Greek

  • νέγρικος — η, ο και νεγρικός, ή, ό [νέγρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους νέγρους («νέγρικη μουσική») …   Dictionary of Greek

  • νεγρισμός — ο χρωστική ανωμαλία τού δέρματος, κατά την οποία παρουσιάζεται έντονο μαύρο χρώμα στις αρθρώσεις και ιδίως στις δερματικές πτυχώσεις, αλλ. μελανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέγρος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • νεγροειδής — ές αυτός που μοιάζει με τους νέγρους, που παρουσιάζει κοινά ή συγγενή φυλετικά χαρακτηριστικά με τις φυλές τών μαύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέγρος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»