-
1 ναξος
Grammatical information: adj.Meaning: adjunct of κολοσσός (Epigr. ap. Phot.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: After Geffcken and Herbig Glotta 9, 97 ff. to be accented ναξός = `driven (with a hammer)', to νάσσω. Here acc. to G. and H. also the name of the island Νάξος.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ναξος
-
2 Νάξος
Meaning: place-name, esp. of the island Naxos. E.g. Ναξία πόλις Καρίας (Steph.).Derivatives: Νάξιος `of N.' esp. of a stone; Ναξιουργής `of Naxian workmanship' (Ar.), Ναξιακός. PN Νάξος, L. Robert, Stèles de Byzance 179.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prob. a Pre-Greek name.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Νάξος
-
3 Ναξος
ἥ Наксос1) самый крупный из Кикладских островов HH. etc.2) город на сев.-вост. побережье Сицилии, колония Халкиды Эвбейской Thuc. etc. -
4 Νάξος
ΝάξοςNaxos: fem nom sg -
5 νάξος
ναξοςNaxos: masc nom sg -
6 Νάξος
Νάξος the island. “ἐν δὲ Νάξῳ φαντὶ θανεῖν λιπαρᾷ Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέ, τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ” P. 4.88 test. Σ, O. 13.25c, ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τῶν διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71. -
7 ναξος
-
8 Νάξος
Νάξος, ἡ,A Naxos, h.Ap.44, etc.:—Adj. [full] Νάξιος, α, ον, Naxian: οἱ N. the Naxians, Hdt.5.30, etc.; Ναξία ἀκόνα a Naxian whetstone, Pi.I. 6(5).73, Dsc.5.149; N.πέτρη AP15.25.4
(Besant.); N.λίθος Phot.
; γέρρα Νάξια (v. γέρρον v. 2) Epich.235: [full] Ναξιακά, τά, a work on Naxos, by Andriscus, Parth.9tit. -
9 Νάξος
-
10 Νάξω
ΝάξοςNaxos: fem nom /voc /acc dualΝάξοςNaxos: fem gen sg (doric aeolic)——————ΝάξοςNaxos: fem dat sg -
11 Νάξοι
ΝάξοςNaxos: fem nom /voc pl -
12 Νάξοιο
ΝάξοςNaxos: fem gen sg (epic) -
13 Νάξον
ΝάξοςNaxos: fem acc sg -
14 Νάξου
ΝάξοςNaxos: fem gen sg -
15 νάξου
ναξοςNaxos: masc /neut gen sg -
16 Naxos
Νάξος, ἡ.Of Naxos, adj.: Νάξιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Naxos
-
17 νάξω
νάσσωpress: aor subj act 1st sgνάσσωpress: fut ind act 1st sgνάσσωpress: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)ναξοςNaxos: masc /neut nom /voc /acc dualναξοςNaxos: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ναξοςNaxos: masc /neut dat sg -
18 Наксос
-
19 νάξαι
νάσσωpress: aor imperat mid 2nd sgνάσσωpress: aor inf actνάξαῑ, νάσσωpress: aor opt act 3rd sgναξοςNaxos: fem nom /voc plνάξᾱͅ, ναξοςNaxos: fem dat sg (doric aeolic) -
20 νάξον
νάσσωpress: aor imperat act 2nd sgνάσσωpress: fut part act masc voc sgνάσσωpress: fut part act neut nom /voc /acc sgναξοςNaxos: masc acc sgναξοςNaxos: neut nom /voc /acc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Νάξος — Νάξος, η και Ναξιά, η και Αναξιά, η το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νάξος — Naxos fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάξος — ναξος Naxos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
Νάξος — Sp Nãksas Ap Νάξος/Naxos L s. ir mst. Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Naxos (ciudad) — Νάξος Naxos … Wikipedia Español
Νάξω — Νάξος Naxos fem nom/voc/acc dual Νάξος Naxos fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βλησίδης, Θρασύβουλος — (Νάξος 1886 – 1964).Βιολόγος και φυσιοδίφης. Υπήρξε εισηγητής της διδασκαλίας της βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώτος καθηγητής της σχετικής έδρας από το 1939 έως το 1956. Ίδρυσε το εργαστήριο γενικής βιολογίας. Άφησε ημιτελές σύγγραμμα… … Dictionary of Greek
Γλέζος, Μανώλης — (Νάξος 1922 –). Πολιτικός και δημοσιογράφος. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τον Μάιο του 1941, μαζί με το Λ. Σάντα, κατέβασαν τη φασιστική σημαία από την Ακρόπολη. Μετά την απελευθέρωση, διώχθηκε και πολλές φορές φυλακίστηκε. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Εξαρχόπουλος, Νικόλαος — (Νάξος 1874 – Αθήνα 1960). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ίδρυσε (1923) το εργαστήριο πειραματικής παιδαγωγικής, και το 1929 έγινε ακαδημαϊκός. Σε αυτόν οφείλεται η… … Dictionary of Greek
Καμπανέλλης, Ιάκωβος — (Νάξος 1922 –). Θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, ποιητής και ακαδημαϊκός. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (1941 44) και συνελήφθη από τους ναζί, οι οποίοι τον οδήγησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν (1943 45). Αυτές οι εμπειρίες… … Dictionary of Greek