Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Μῐνῡαι

См. также в других словарях:

  • Μινύαι — Αρχαίος ελληνικός λαός της Βοιωτίας γύρω από τον Ορχομενό, φορέας ενός πολύ αναπτυγμένου πολιτισμού κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (θολωτός τάφος του Μινύα στον Ορχομενό, έργα στη λίμνη της Κωπαΐδας). Ο Παυσανίας κάνει λόγο για Μ. στον Ορχομενό κατά… …   Dictionary of Greek

  • Μινύαι — Μινύᾱͅ , Μίνυος fem dat sg (doric aeolic) Μινύαι fem nom/voc pl Μινύᾱͅ , Μινύης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινυῶν — Μινύαι fem gen pl Μινύης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μινύᾳ — Μινύᾱͅ , Μίνυος fem dat sg (doric aeolic) Μινύαι , Μινύαι fem nom/voc pl Μινύᾱͅ , Μινύης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lemnos — Isla de Lemnos Λήμνος Vista de Mirina, la principal localidad de la isla Localización País …   Wikipedia Español

  • ЛЕМНОС —    • Lemnus,          η̉ Λη̃μνος, прежде называвшийся также Αι̉θαλία и Ύψιπύλεια, н. Сталимене, остров в Эгейском море величиною в 6 кв. км., часто терпевший от землетрясений. Остров вулканического свойства (о чем еще ныне свидетельствуют горячие …   Реальный словарь классических древностей

  • Minyae — MINYAE, arum, Gr. Μίνυαι, ῶν, sind so viel, als die Argonauten, die solchen Namen von folgendem Minyas haben. Lycophr. v. 874. & ad eum Tzetz. l. c. & Hygin. Fab. 14. Es hießen aber nachher auch ihre Kinder so, welche sie mit den Weibern in… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ORCHOMENUS sive ORCHOMENUM — ORCHOMENUS, sive ORCHOMENUM oppid. geminum; unum Boeotiae inter Elateam ad Septentrionem et Coroneam ad Meridiem proximas urbes, adhuc Orchomeno dictum; ubi templum Charitibus, h. e. Gratiis dicatum erat: olim ditissimum, ac potentissimum, cui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξυβρίζω — και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω) χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. ατιμάζω, ντροπιάζω αρχ. 1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μινυακός — ή, ό (Α μινυακός, ή, όν) [Μινύαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μινύες ή στον Μινύα («μινυακά αγγεία» κατηγορία αγγείων που χρονολογούνται στη μεσοελλαδική και πρώιμη μυκηναϊκή εποχή και τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή βρέθηκαν για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • μινυαμάχος — μινυαμάχος, ὁ (Α) αυτός που μάχεται κατά τών Μινυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μινύαι + μάχος (< μάχομαι*)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»