Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Μοσχοβίτης

См. также в других словарях:

  • μοσχοβίτης — ο, θηλ. ισσα (Μ μοσχοβίτης) 1. ως κύριο όν. Μοσχοβίτης, ισσα αυτός που κατάγεται από τη Μόσχα 2. (κατ επέκτ.) Ρώσος 3. (ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο πυριτικό ορυκτό τού καλίου και τού αργιλίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Μοσχοβίτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Μόσχας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοσχοβίτης ή καλομιγής μαρμαρυγίας — Ορυκτό της οικογένειας των μαρμαρυγιών, που ορίζεται χημικά ως ένα βασικό πυριτικό άλας του αργιλίου και του καλίου με χημικό τύπο KAl2(AlSi3O10)(OH)2. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Μόσχοβος — και Μόσκοβος, ο (Μ Μόσχοβος) [Μοσχοβία] 1. ο κάτοικος τής Μόσχας, Μοσχοβίτης 2. (κατ επέκτ.) Ρώσος …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβίτικος — η, ο και μοσχοβιτικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοσχοβίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Μόσχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοβίτης. Ο τ. μοσχοβιτικός μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πινίτης — ο, Ν 1. χημ. οργανική ένωση, μονομεθυλαιθέρας ενός ινοσίτη 2. (ορυκτ.) συμπαγής μαρμαρυγίας, κυρίως μοσχοβίτης, που προέρχεται από την αποσύνθεση άλλων ορυκτών …   Dictionary of Greek

  • φελσίτης — ο, Ν (πετρογρ.) εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται σε ποσοστό πάνω από 50% από ανοιχτόχρωμα ορυκτά, όπως είναι οι άστριοι, τα αστριοειδή, τα ορυκτά τού διοξειδίου τού πυριτίου και ο μοσχοβίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. felsite < fels par (άλλος τ …   Dictionary of Greek

  • κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • μίκα ή μαρμαρυγίες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών πολύ ανθεκτικών στον ηλεκτρισμό και στη θερμότητα. Από άποψη δομής είναι φυλλοπυριτικά άλατα που χαρακτηρίζονται από μια αλυσίδα τετραέδρων SiO4, τα οποία αναπτύσσονται προς δύο διευθύνσεις μέσα στον χώρο, με τρόπο ώστε να …   Dictionary of Greek

  • Οστρόβσκι, Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς — (Aleksandr Nikolayevich Ostrovsky, Μόσχα 1823 – Στσελύκοβο, Κοστρόμα 1886). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Ζαμοσκβορέτσιε, τη συνοικία της παλιάς Μόσχας, όπου κατοικούσαν οι έμποροι, ένα περιβάλλον που γνώρισε κατά βάθος, όταν, αφού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»