-
1 Μαιας
-
2 επιφορος
21) (куда-л.) несущийἄνεμος ἐ. ἐς τέν πόλιν Thuc. — ветер, дующий по направлению к городу
2) наклонный, покатый(τόποι Plut.)
3) благосклонный(παῖς ὅ Μαίας ἐπιφορώτατος Aesch. - v. l. ἐπεὴ φορώτατος)
4) склонный(εἴς и πρός τι Plut.)
5) благоприятный, попутный(πνεῦμα Plut.)
6) удобный(κατάρσεις Plut.)
7) близкая к родам, готовая родить(ἥ κύων Xen.)
-
3 καλλιπεδιλος
-
4 μαια
ἥ2) мать, мама(μ. δέ κάτω βέβακεν Eur.)
ἰὼ μ. γαῖα! Aesch. — о, мать-земля!3) мамка, кормилица Hom., Eur.4) повивальная бабка, повитуха(υἱὸς μαίας Φαιναρέτης, sc. Σωκράτης Plat.)
-
5 οξυχειρ
1) производимый быстрой рукой, т.е. быстрый, проворный2) дающий волю рукам, лезущий драться(ὀ. καὴ πάροινος Lys.)
3) ловкий на руку, т.е. вороватый(τῆς Μαίας βρέφος Luc.)
См. также в других словарях:
μαιάς — μαιάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που αναφέρεται στην τέχνη τής μαίας, μαμμική, μαιευτική («ἐκοίμισε μαιάδι τέχνῃ», Νόνν.) 2. ως κύριο όν. ἡ Μαιάς η μητέρα τού Ερμού, η Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα άς] … Dictionary of Greek
Μαιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαίας — Μαΐᾱς , Μάιος Maius fem acc pl Μαΐᾱς , Μάιος Maius fem gen sg (attic doric aeolic) Μαί̱ᾱς , Μαῖα fem acc pl Μαί̱ᾱς , Μαῖα fem gen sg (attic doric aeolic) Μαίᾱς , Μαῖα fem acc pl (ionic) Μαίᾱς , Μαῖα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίας — μαί̱ᾱς , μαῖα good mother fem acc pl μαί̱ᾱς , μαῖα good mother fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάδα — Μαιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιάδα — μαιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάδες — Μαιάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιάδες — μαιάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάδι — Μαιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιάδι — μαιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)