-
1 Μάρτης
ο март -
2 μάρτης
ο талисман от загара -
3 Μάρτης
[мартис] ουσ α Март. -
4 Λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή;
• Разве без него обойдешься?• Нет адъютанта без аксельбантаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή;
-
5 Μάρτιος
– Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα– Κόψε ξύλα για το Μάρτη, να μην κάψεις τα παλούκια– Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης– Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρόταν ( Θεριστής - Ιούνης)– Μάρτης κλαψής, θεριστής χαρούμενος ( Θεριστής - Ιούνης)– Ο Μάρτης ο παλουκοθραύστης– Σαν βρέξει ο Μάρτης μια φορά κι ο Απρίλης άλλη μια, θα ιδείς καρβέλια στρογγυλά, και πίτες και ψωμιάΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάρτιος
-
6 λείπω
αμετ.1) отсутствовать;ποιός λείπει; — кто отсутствует?;
2) уезжать (за границу); находиться в отъезде;δεν λείπω από το σπίτι — быть всегда дома;
ο πατέρας μου λείπει πέντε χρόνια στο εξωτερικό — мой отец находится пять лет за границей;
3) избегать, воздерживаться, уклоняться;δεν λείπει ποτέ από τίς υποχρεώσεις του — он никогда не уклоняется от своих обязанностей;
4) не хватать, недоставать;λείπουν δέκα φύλλα από το βιβλίο — в книге не хватает десять страниц;
μου λείπεις — мне тебя недостаёт;
του λείπει η φρόνηση (η πείρα) — ему не хватает благоразумия (опыта);
5) τριτοπρόσ.:λείπουν πέντε μέρες έως... — остаётся пять дней до...;
τί άλλο λείπει να κάνω; — что ещё мне остаётся делать?;
τί άλλο λείπει; — чего ещё надо, чего не хватает?;
§ (ο)λίγο[ν] έλειψε να... чуть было не...;αυτό(ς) μας ελειπε! этого (его) ещё нам не хватало!; λειψέ από το κεφάλι μου оставь меня в покое;άς μού λείπει ирон. — мне такого добра не надо;
του λείπρυν — или του λείπει — у него не все дома;
αν λείψει αυτό... если это отбросить...;λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; — погов, разве без него обойдётся?;
λείπομαι — недоставать, не хватать;
§ εννιά λείπονται ως τα δέκα — погов, девяноста девяти до ста не хватает
-
7 Μάρτιος
ο см. Μάρτης -
8 νερό
τό1) вода;νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;
πόσιμο νερό — питьевая вода;
γλυκό νερό — пресная вода;
βρασμένο νερό — кипячёная вода;
μεταλλικό νερό — минеральная вода;
νερό τρεχούμενο — проточная вода;
η στάθμη τού νερού — уровень воды;
πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;2) дождь;αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;
3) моча;4) мочеиспускание;κάνω το νερό μου — мочиться;
πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;
5) πλ. отлив, перелив;ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;
τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;
6) πλ. мор. ватерлиния;7) πλ. мор. кильватер;§ ιαματικά νερά — воды (курорт);
ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);
μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;
κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;
η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;
τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;
αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;
αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;
βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;
έκανέ νερά — он спасовал;
έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;
τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;
δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;
ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;
αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;
κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу
См. также в других словарях:
Μάρτης — Μάρτης, ο και Μάρτιος, ο ο τρίτος μήνας του χρόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάρτης — ο (Μ Μάρτης) βλ. Μάρτιος … Dictionary of Greek
μαρτής — ο μικρό οικόσιτο αρνί … Dictionary of Greek
μάρτης — ο (λαογρ.), κλωστή κόκκινου και λευκού χρώματος που δένεται την 1η του Μάρτη στον καρπό του χεριού για να διώχνει, όπως πιστεύει ο λαός, το κάψιμο από τον ήλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάρτης, Νικόλαος — (Μουσθένη Καβάλας 1916 –). Πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο (1940 41) και συμμετείχε στα Δεκεμβριανά. Εξελέγη… … Dictionary of Greek
Μάρτιος — Ο τρίτος μήνας του έτους, με 31 ημέρες, στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Μ. αποτελούσε τον πρώτο μήνα του έτους και ήταν αφιερωμένος στον θεό Άρη, από το λατινικό όνομα του οποίου (Mars) απέκτησε ο… … Dictionary of Greek
Vergina Sun — The Vergina Sun, Star of Vergina or Argead Star is the name given to a symbol of a stylised star or sun with sixteen rays. It was unearthed in 1977 during archaeological excavations in Vergina, in the northern Greek province of Macedonia, by… … Wikipedia
Makedonische Flagge — Der Stern von Vergina Inoffizielle Flagge der griechischen Region Makedonien … Deutsch Wikipedia
Makedonisches Symbol — Der Stern von Vergina Inoffizielle Flagge der griechischen Region Makedonien … Deutsch Wikipedia
Sonne von Vergina — Der Stern von Vergina Inoffizielle Flagge der griechischen Region Makedonien … Deutsch Wikipedia
Stern von Vergina — Der Stern von Vergina Inoffizielle Flagge der griechischen Region Makedonien … Deutsch Wikipedia