Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Λαοδίκεια

См. также в других словарях:

  • Λαοδίκεια — I (Λαοδίκεια η επί Λύκω). Αρχαία πόλη της Φρυγίας. Η θέση της ήταν σε απόσταση 9 χλμ. από το σημερινό Ντενιζλί στα όρια της Καρίας και της Λυκίας. Ιδρύθηκε από τον Αντίοχο B’ πριν από το 240 π.Χ. στη θέση της Διόσπολης. Μετά τον Μιθριδατικό… …   Dictionary of Greek

  • Laodicee — Laodicée Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Laodicée (en grec : Laodikeia, Λαοδίκεια ; en latin : Laodicea) est le nom de plusieurs villes de l’empire séleucide, ainsi… …   Wikipédia en Français

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Laodicea Combusta — Laodicea or Laodicea Combusta ndash; Greek: Λαοδίκεια), also transliterated as Laodiceia or Laodikeia; also Laodikeia Katakekaumenê and Λαοδίκεια Κεκαυμένη; later Claudiolaodicea ndash; was a Hellenistic city in central Anatolia, in the region of …   Wikipedia

  • Laodicée du Lycos — Pour les articles homonymes, voir Laodicée et Ladik. Laodicée du Lycos (grc) Λαοδίκεια ἡ ἐν Φρυγία …   Wikipédia en Français

  • Nahavand — 34° 07′ N 48° 13′ E / 34.11, 48.22 …   Wikipédia en Français

  • Nehavend — Nahavand Nahavand (fa) نهاوند Administration Pays …   Wikipédia en Français

  • Лаодикея — Древний город Лаодикея греч. Λαοδίκεια …   Википедия

  • λατάκια — Πόλη της Συρίας, η Λαοδίκεια της αρχαιότητας. Βλ. λ. Λαοδίκεια (η επί θαλάσση). * * * η (γεωπ.) ποικιλία ανατολικών καπνών ανώτερης ποιότητας που ξηραίνονται σε φωτιά από ξύλα κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. latakia… …   Dictionary of Greek

  • Απολλινάριος — Όνομα χριστιανών επισκόπων. 1. Α. ο Ιεραπόλεως (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος της Ιεράπολης, πόλης της Φρυγίας.Έγραψε πάρα πολλά βιβλία, από τα οποία όμως σώζονται μόνο οι τίτλοι και από αυτούς όχι όλοι. Απηύθυνε απολογητική προς τον αυτοκράτορα Μάρκο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»