-
1 Λέσβιος
1 of Lesbos Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. -
2 Λεσβιος
-
3 Λέσβιος
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc nom sg -
4 λέσβιος
λέσβιοςfrom Lesbos: masc nom sg -
5 Λεσβίων
Λέσβιοςfrom Lesbos: fem gen plΛέσβιοςfrom Lesbos: masc /neut gen pl -
6 Λέσβιον
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc acc sgΛέσβιοςfrom Lesbos: neut nom /voc /acc sg -
7 λεσβίων
λέσβιοςfrom Lesbos: fem gen plλέσβιοςfrom Lesbos: masc /neut gen pl -
8 λέσβιον
λέσβιοςfrom Lesbos: masc acc sgλέσβιοςfrom Lesbos: neut nom /voc /acc sg -
9 Λεσβίαιν
Λέσβιοςfrom Lesbos: fem gen /dat dual -
10 Λεσβίης
Λέσβιοςfrom Lesbos: fem gen sg (epic ionic) -
11 Λεσβίοιο
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc /neut gen sg (epic) -
12 Λεσβίοις
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc /neut dat pl -
13 Λεσβίοισι
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
14 Λεσβίου
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc /neut gen sg -
15 Λεσβίους
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc acc pl -
16 Λέσβια
Λέσβιοςfrom Lesbos: neut nom /voc /acc pl -
17 Λέσβιε
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc voc sg -
18 Λέσβιοι
Λέσβιοςfrom Lesbos: masc nom /voc pl -
19 λεσβίαιν
λέσβιοςfrom Lesbos: fem gen /dat dual -
20 λεσβίης
λέσβιοςfrom Lesbos: fem gen sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
Λέσβιος — from Lesbos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσβιος — from Lesbos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… … Dictionary of Greek
Βενιαμίν ο Λέσβιος — (Πλωμάρι 1759 – Ναύπλιο 1824).Διδάσκαλος του Γένους και ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και μετά έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήταν ήδη είκοσι ετών όταν γράφτηκε στην… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Λέσβιος — (; – 1753).Λόγιος. Καταγόταν από τη Λέσβο και διακρίθηκε για την πολύπλευρη μόρφωσή του. Διετέλεσε δάσκαλος στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου παραιτήθηκε (1744) για λόγους υγείας και εγκαταστάθηκε στην Αυλή του ηγεμόνα της … Dictionary of Greek
Λεσβίων — Λέσβιος from Lesbos fem gen pl Λέσβιος from Lesbos masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσβίων — λέσβιος from Lesbos fem gen pl λέσβιος from Lesbos masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσβιον — Λέσβιος from Lesbos masc acc sg Λέσβιος from Lesbos neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσβιον — λέσβιος from Lesbos masc acc sg λέσβιος from Lesbos neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεσβίαιν — Λέσβιος from Lesbos fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσβίαιν — λέσβιος from Lesbos fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)