-
1 λαχ
λαχ- s. λαγχάνω. -
2 λάχ'
λάκε, λάσκωring: aor imperat act 2nd sgλάκε, λάσκωring: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)λάχαι, λάχηashare: fem nom /voc plλάχᾱͅ, λάχηashare: fem dat sg (doric aeolic)λάχε, λαγχάνωobtain by lot: aor imperat act 2nd sgλάχε, λαγχάνωobtain by lot: aor ind act 3rd sg (epic ionic) -
3 λάχη
A = λῆξις, ἀποκλήρωσις, Hsch.; τάφων πατρῴων λάχαι ( λαχαί codd.) ashare in their fathers' tombs, A.Th. 914 (lyr.). -
4 λάχησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάχησις
-
5 λαχισμός
λαχ-ισμός, ὁ,A casting of lots, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχισμός
-
6 λαγχάνω
λαγχάνω ( ΛΑΧ), fut. λήξομαι, z. B. Plat. Rep. X, 617 e, ion. λάξομαι, Her. 7, 144; aor. ἔλαχον, λαχεῖν, u. mit veränderter Bdtg λέλαχον(s. unten), perf. εἴληχα, ion. p. u. Sp. λέλογχα, Luc. amor. 18; auch in einem Dokument, Dem. 21, 82; ὅς μ' ἐλελόγχει, Theocr. 4, 40; aber εἴλᾱχας 16, 84; λελάχασι, Empedocl. 5; pass. εἴληγμαι, Isocr. 17, 22; Eur. Troad. 296, nach conj., wie Dem. 30, 34, wo v. l. εἴλεγμαι; aor. ληχϑῆναι, Is. 9, 24. – Adj. verb. ληκτέον, Is. 7, 23, – 1) durchs Looserhalten, durch das Geschick oder durch Zufall erlangen, als seinen Antheil zuertheilt erhalten, κλήρῳ νῦν πεπάλαχϑε διαμπερὲς ὅς κε λάχῃσι, Il. 7, 171, vgl. 23, 353; ἤτοι ἐγὼν ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεί, 15, 190, ich bekam (bei der Verloosung der Welt) das Meer zum Antheil, darin zu wohnen; Κὴρ λάχε γεινόμενον, die Ker bekam ihn bei seiner Geburt zu ihrem Antheil, Il. 23, 79; Ap. Rh. 2, 258, u. so oft von Göttern, die ein Land oder eine Stadt bei der Vertheilung der Erde erlangt haben, es inne haben u. beschützen; von der Athene, ἣ τήν τε ὑμετέραν πόλιν ἔλαχεν, Plat. Tim. 23 d; von der Adrastea, ἣ τάδε πάντα πρὸς μακάρων ἔλαχεν, Antimach. bei Harpocr.; vgl. noch Eur. ποτνιάδες ϑεαί, ἀβάκχευτον αἳ ϑίασον ἐλάχετε, Or. 319, vgl. 963; ψυχρὰν λοιβάν, ἃν ἔλαχ' Ἅιδας Phoen. 1576; δαίμονες οἳ τοὺς πατέρας ἡμῶν λελόγχατε D. Hal. 4, 83; τῶν μέτα παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνϑάδ' ἕπεσϑαι Il. 24, 400; allgemeiner, τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς, 24, 70 u. öfter; λαχὼν πρὸς δαιμόνων ὄλβον, Pind. N. 9, 45 u. öfter; c. inf., λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν, Ol. 6, 34; ὡς πάλῳ λαχὼν ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχον, Aesch. Sept. 55. 119 u. öfter; Ἑλλάδα κλήρῳ λαχοῦσα γαῖαν, Pers. 183; Ἕκτορος μόνος μόνου λαχών τε κἀκέλευστος ἦλϑ' ἐναντίος, Soph. Ai. 1263; κλήρῳ λαχόντες, Eur. Heracl. 36; τίνα πότμον εἴληχε βιότου; welches Lebensgeschick ist sein Loos? I. T 914 u. öfter; ἐπί σκοπος ἥκω δεῦρο, τῷ κυάμῳ λαχών, Ar. Av. 1022; in Prosa, παλλομένων δὲ λαγχάνει ἐκ πάντων Βαγαῖος, Her. 3, 128; πάλῳ λαχεῖν, 4, 94. 153 u. öfter; Xen. Mem. 3, 9, 10 u. A. – Dah. auch ohne Casus, wie in der aus Ar. angeführten Stelle, bes. durchs Loos erwählt, bestimmt werden, αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάχϑαι ἄνωγον – οἱ δ' ἔλαχον, τοὺς ἄν κε καὶ ἤϑελον αὐτὸς ἑλέσϑαι, Od. 9, 331 ff., eigtl. die zogen das Loos; vgl. Il. 10, 430. 23, 354; so ist auch Od. 9, 160 zu nehmen: ἐς ἑκάστην (νῆα) ἐννέα λάγχανον αἶγες, d. i. neun Ziegen kamen durchs Loos auf jedes Schiff; τὸ λαχὸν μέρος, Plat. Legg. V, 745 e; bes. in Athen bei allen Aemtern, zu denen man durchs Loos bestimmt wurde, theils c. nom., ἐπιμελητὴς λαχών, Din. 2, 10; βασιλεύς, Lys. 6, 4; ἱερεύς, Dem. 57, 47; οὔτ' ἔλαχε τειχοποιός, οὔτ' ἐχειροτονήϑη ὑπὸ τοῦ δήμου, Aesch. 3, 28; u. so οἱ λαχόντες δικασταί, βουλευταί, die durchs Loos gewählten Richter, Rathsherren, u. so in andern Casus, τῷ λαχόντι βασιλεῖ, Plat. Polit. 290 e; – theils c. inf., λαχὼν ἱερομνημονεῖν, Ar. Nubb. 624; Her. 6, 109; Plat. Gorg. 473 e; βουλεύειν, Dem. 59, 3 u. A. – Seltener c. acc., ἀρχὰς ἔλαχε καὶ ἦρξε δοκιμασϑείς, er erhielt Aemter durch das Loos, wurde zu Staatsämtern gewählt, Dem. 57, 25. – 2) τινός, einer Sache theilhaftig werden, erlangen, ἔλαχον κτερέων, Od. 5, 311; δώρων ἔκ τινος Il. 24, 76; Theogn. 914; Δωρίων ἔλαχεν σελίνων Pind. L 7, 64; οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν Soph. Ant. 699; τάφου τε μοίρας καὶ κτερισμάτων Eur. Suppl. 309; so einzeln bei Folgenden; οἳ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσι τελευτῆς Thuc. 2, 44; den gen. erklären Vrbdgn wie τῆς ἐμῆς χϑονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐνϑανεῖν μόνον, Soph. O. C. 794; τοῦ γάμου μέρος λαχοῦσα, Ant. 909; – bes. durch Erbschaft erlangen, erben, denn das Erbe selbst heißt κλῆρος, πατρῴων οὐ λαχών, Eur. Troad. 1192; κλήρου ληκτέον αὐτοῖς, Is. 3, 2; ἔλαχε τοῦ ἡμικληρίου, Dem. 48, 20 u. A.; vgl. ᾡ (υἱῷ) λαχεῖν ἠξίωσε τῆς Ἐπιλύκου ϑυγατρός, Andoc. 1, 124. – 3) in der attischen Gerichtssprache, λαγχάνειν δίκην τινί, Einem den Proceß machen, ihn verklagen, weil die Richter für einen Proceß u. die Reihefolge der Processe durchs Loos bestimmt wurden, Plat. Euthyphr. 5 b u. oft in Legg., wie bei den Rednern; δίκη εἰληγμένη, Isocr. 17, 22, wie Dem. 30, 34; αἱ δίκαι ἐλήχϑησαν, Lys. 17, 8; πρὶν τὴν δίκην ληχϑῆναι, Dem. 54, 28, vgl. 38, 20; auch τὸ ἔγκλημα ὃ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν, Dem. 34, 16; πρὸς τὸν βασιλέα u. ä., den Proceß beim Archon βασιλεύς anhängig machen, 47, 69; ähnlich λαγχάνειν δίκην τοῖς Λακεδαιμονίοις εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας, 59, 98. – 4) Der aor. II. in der Form λέλαχον hat bei Hom. die factitive Bdtg: Einen einer Sache theilhaftig werden lassen, ὄφρα πυρός με Τρῶες – λελάχωσι ϑανόντα, Il. 22, 342, wie 15, 349; ἐπήν με πυρὸς λελάχητε, 23, 75, wo die Alten geradezu ϑάψητε erklären. Dieselbe Form ist aber = ἔλαχον, Procl. 6 (VII, 341), αἴϑε δὲ καὶ ψυχὰς χῶρος ἕεις λελάχοι.
См. также в других словарях:
λάχ' — λάκε , λάσκω ring aor imperat act 2nd sg λάκε , λάσκω ring aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λάχαι , λάχη ashare fem nom/voc pl λάχᾱͅ , λάχη ashare fem dat sg (doric aeolic) λάχε , λαγχάνω obtain by lot aor imperat act 2nd sg λάχε , λαγχάνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάχεσις — Αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις τρεις Μοίρες. Αντιπροσώπευε τον λαχνό που οριζόταν για κάθε άνθρωπο από την τύχη. * * * η (Α Λάχεσις, εως και ιων. γεν. ιος) μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών… … Dictionary of Greek
ισολαχής — ἰσολαχής, ές (Α) ισόμοιρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λαχής< β. λαχ , πρβλ. έ λαχ ον τού λαγχάνω*] … Dictionary of Greek
λάχη — λάχη, ἡ (Α) κλήρος, μερίδιο («τάφων πατρῴων λάχαι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (πρβλ. ἔ λαχ ον, αόρ τού λαγχάνω) + κατάλ. η] … Dictionary of Greek
λάχησις — λάχησις, ἡ (Α) ο κλήρος, η μοίρα, ο προορισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (πρβλ. ἔ λαχ ον, αόρ. τού λαγχάνω) + κατάλ. ησις] … Dictionary of Greek
λάχος — λάχος, τὸ (Α) 1. αυτό που έχει προοριστεί για κάποιον, ο κλήρος, η μοίρα 2. αυτό που παίρνει κάποιος με κλήρο, το μερίδιο («τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα», Αισχύλ.) 3. το έργο που έχει οριστεί σε κάποιον να εκτελέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ… … Dictionary of Greek
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… … Dictionary of Greek
λαχμός — (I) λαχμός, ὁ (Μ) μερίδιο, κλήρος, λαχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (πρβλ. ἔ λαχ ον, αόρ. τού λαγχάνω) + κατάλ. μός (πρβλ. θεσ μός, χρησ μός)]. (II) λαχμός, ὁ (Α) λακτισμός, κλότσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (βλ.… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
κανθύλη — κανθύλη, ἡ (Α) εξόγκωμα, οίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό *κονθ , είτε μεταπτωτικό *καθ (αν οι γερμ … Dictionary of Greek