Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κύπριος

См. также в других словарях:

  • Κύπριος — of Cyprus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπριος — of Cyprus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε …   Dictionary of Greek

  • κύπριος — α, ο 1. κυπριακός. 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. σημαίνουν τον κάτοικο της Κύπρου ή αυτόν που κατάγεται από την Κύπρο: Έχει πολλούς Κύπριους φίλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύπριος, Γεώργιος — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, με το όνομα Γρηγόριος. Βλ. λ. Γρηγόριος. Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (2.) …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Ιωάννης — (16ος αι.). Ζωγράφος. Ήταν σύγχρονος του Μιχαήλ Δαμασκηνού. Τα γνωστότερα έργα του είναι ο Ευαγγελισμός (1584) και η Έγερση του Λαζάρου (1585). Το πρώτο βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη και το δεύτερο στη συλλογή Λοβέρδου. Έχει ζωγραφίσει τον θόλο… …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Ονούφριος — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Διδάσκαλος του Γένους από την Κύπρο. Δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και μετά το 1830 πήγε στην Κύπρο όπου ασχολήθηκε με την παράφραση έργων αρχαίων συγγραφέων …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Σαμουήλ ο Μεσημβρίας — (Κύπρος 1782 – Κωνσταντινούπολη 1855). Λόγιος. Διετέλεσε διευθυντής του πατριαρχικού τυπογραφείου και το 1820 διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Το 1830 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Προκοννήσου και το 1835 μετατέθηκε στη Μεσημβρία. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Φώτιος — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Λόγιος. Διετέλεσε δάσκαλος και σχολάρχης (1793 95) της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Εργάστηκε για τη συλλογή σε ενιαίο κώδικα των πατριαρχικών επιστολών του 17ου και του 18ου αι. Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε με το …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Κύπριος — (τέλη 6ου – αρχές 7ου αι.). Γεωγράφος. Άκμασε στην αρχή της βασιλείας του Φωκά (602 610). Μεταξύ 591 και 606 έγραψε τη μελέτη Περιγραφή του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Το έργο αυτό που έχει περιγραφικό χαρακτήρα, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδης, Θεοδόσης — Κύπριος ποιητής (Κύπρος 1908 Βουκουρέστι 1968). Γεννήθηκε στην Κύπρο από γονείς εγκαταστημένους μόνιμα στην Αίγυπτο. Αποφοίτησε από το εμπορικό τμήμα της ελληνικής Αμπετείου Σχολής του Καΐρου και από το εκεί Γαλλικό Λύκειο. Tο χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»