Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κούβα

  • 1 Κούβα

    η Куба;
    Δημοκρατία της Κούβας Республика Куба

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > Κούβα

  • 2 ведерный

    επ.
    του κουβά•

    -ая ручка η κουβαδολαβή, το χερούλι του κουβά.

    || χωρητικότητα ενός κουβά•

    ведерный бочонок βαρελάκι χωρητικότητας ενός κουβά.

    Большой русско-греческий словарь > ведерный

  • 3 Куба

    Русско-греческий словарь > Куба

  • 4 выносить

    вы́носить I
    сов см. вынашивать.
    выноси́ть II
    несов
    1. βγάζω ἐξω, κουβα-λῶ, μεταφέρω/ ἀποκομίζω (уносить)/ ἐκ-βράζω, ρίχνω (выбрасывать течением)-2. (на обсуждение) ὑποβάλλω, θέτω γιά συζήτηση·
    3. (решение) ἐκδίδω, βγάζω:
    \выносить приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση· \выносить резолюцию ἐκδίδω ἀπόφαση, παίρνω ἀπόφαση·
    4. перен (терпеть, выдерживать) ἀνέχομαι, ὑποφέρω, ὑπομένω, ἀντέχω:
    \выносить жару́ ὑποφέρω τή ζέστη· он не выносит шу́ток δέν σηκώνει ἀστεΐα· ◊ не \выносить кого́-л. δέν ὑποφέρω κάποιον· \выносить убеждение σχηματίζω τήν πεποίθηση· \выносить впечатление ἀποκομίζω ἐντύπωση.

    Русско-новогреческий словарь > выносить

  • 5 ριπίζω

    I μετ.
    1) обмахивать веером; 2) дуть, раздувать (огонь); 3) перен. разжигать (ссору); 4) раздражать ριπίζω2
    II μετ. обл [) разливать, проливать;
    2) заливать;

    ριπίζω2 τη φωτιά να σβήσει — заливать огонь;

    3) опоражнивать (вылив воду и т. п.);

    ριπίζω2 τον κουβά — вылить ведро

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ριπίζω

  • 6 выпростать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) αδειάζω, εκκενώνω•

    выпростать ведро αδειάζω τον κουβά.

    || απαλλάσσω, απελευθερώνω.
    απαλλάσσομαι, απελευθερώνομαι, ανακουφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выпростать

  • 7 дужка

    θ.
    1. μικρή λαιμαργία.
    2. χερούλι, χειρολαβή καμπυλωτή•

    ведрная дужка το χερούλι του κουβά•

    дужка шпаги η λαβή του σπαθιού.

    3. στηθοκόκκαλο των πτηνών (διχάλα, -ι, φούρκα).

    Большой русско-греческий словарь > дужка

  • 8 надоить

    -дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надоенный, βρ: -бен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αρμέγω•

    надоить ведро молока αρμέγω ένα κουβά γάλα•

    надоить молока αρμέγω γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > надоить

  • 9 налить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. налил, -лила, -лило, προστκ. налей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налитый, βρ: налит, -а, -налито
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω (με υγρό)•

    налить стакан чаю γεμίζω ένα ποτήρι τσάι•

    налить ведро воды γεμίζω ένα κουβά νερό.

    || χύνω, ρίχνω•

    налить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι.

    2. βλ. налиться (3 σημ.). || χύνω, κατασκευάζω•

    налить пушек χύνω πυροβόλα.

    1. ρέω, τρέχω.
    2. γεμίζω (με υγρό)•

    глаза -лись слезами τα μάτια γέμισαν δάκρυα.

    || εισρέω•

    вода -лась в лодку το νερό μπήκε στη βάρκα•

    -лось воды в лодку μπήκε νερό στη βάρκα.

    3. (για καρπούς) ωριμάζω• γίνομαι ζουμερός, γεμίζω χυμό•

    груши уже -лись τα αχλάδια πια έγιναν ζουμερά.

    || μτφ. χοντραίνω, μεστώνω•

    она -лась αυτή γέμισε.

    4. μτφ.σημ. του ρ. αντικατασταίνεται από τη σημ. του έμμεσου αντικειμένου)•

    она -лась красотой αυτή ο-μόρφηνε πολύ•

    голос -лся силой η φωνή δυνάμωσε πολύ•

    налить кровью κοκκινίζω (από θυμό, υπερένταση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > налить

  • 10 натаять

    -аю, -аешь
    ρ.σ.
    1. μ. λιώνω•

    ведро снегу λιώνω ένα κουβά χιόνι•

    натаять льду λιώνω πάγο.

    2. απρόσ. λιώνω•

    -ло много сн-гу έλιωσε πολύ χιόνι.

    Большой русско-греческий словарь > натаять

  • 11 опрокинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω αναστρέφω•

    опрокинуть стол αναποδογυρίζω το τραπέζι•

    опрокинуть ведро ανατρέπω τον κουβά•

    волной -ло лодку το κύμα ανέτρεψε τη βάρκα.

    || βάζω τρικλοποδιά, ρίχνω κάτω. || πίνω, κατεβάζω•

    -по рюмочке κατεβάζω από ένα ποτηράκι.

    || στρατ, ανατρέπω•

    наши пехотинцы -ли неприятеля το πεζικό μας ανέτρεψε τον εχθρό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ.
    1. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι αναστρέφομαι.
    2. (στρατ.)
    επιπίπτω, επιτίθεμαι, εφορμώ.
    3. μτφ. επιτίθεμαι (με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > опрокинуть

  • 12 отбавить

    ρ.σ.μ. αφαιρώ, βγάζω αδειάζω, εκκενώνω• λιγοστεύω•

    отбавить воды из ведра βγάζω νερό από τον κουβά•

    отбавить муки из мешка βγάζω αλεύρι από το τσουβάλι.

    Большой русско-греческий словарь > отбавить

  • 13 полтора

    полутора α. κ. ουδ., полторы, полутора θ. ενάμισυ•

    полтора ведра ενάμισυ κουβά•

    полторы страницы μιάμιση σελίδα•

    в полутора метрах ενάμισυ μέτρο.

    εκφρ.
    полтора человека – ελάχιστοι άνθρωποι, ασήμαντος αριθμός.

    Большой русско-греческий словарь > полтора

  • 14 сматывание

    ουδ. (περί)τύλιξη, κουβά• ριάσμα.

    Большой русско-греческий словарь > сматывание

  • 15 сотка

    θ.
    1. το ένα εκατοστό του μέτρου.
    2. παλ. το 1/100 του κουβά ή μποκάλι αυτής της ποσότητας.

    Большой русско-греческий словарь > сотка

  • 16 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

См. также в других словарях:

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Κάστρο, Φιντέλ — (Fidel Castro, 1927 –). Κουβανός πολιτικός, πρόεδρος της Κούβας (1959 ). Γιος πλούσιου γαιοκτήμονα, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αβάνας, όπου πήρε μέρος στο πολιτικό κίνημα των φοιτητών. Στη συνέχεια άσκησε για σύντομο χρονικό διάστημα το …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Μαρτί, Χοσέ Χούλιαν — (Marti Jose Julian, Αβάνα 1853 – Ντος Ρίος 1895). Κουβανός λογοτέχνης και αγωνιστής. Από νεαρή ηλικία ο Μ. συμμετείχε στους αγώνες για την ανεξαρτησία της Κούβας. Το 1869 δημοσίευσε τα πρώτα του πολιτικά άρθρα, καθώς και ένα έμμετρο θεατρικό έργο …   Dictionary of Greek

  • Μπατίστα, Φουλγκένθιο Ζαλντιβάρ — (Fulgencio Batista Y Zaldivar, Κούβα 1901 – Ισπανία 1973). Κουβανός στρατιωτικός δικτάτορας. Γόνος οικογένειας μιγάδων (μίξη καυκάσιας, αφρικανικής, ινδιάνικης και κινέζικης καταγωγής) εργατών σε φυτείες σακχαροκάλαμου, το 1921 προσχώρησε στις… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • Αντίλλες — Μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής θάλασσας, το οποίο αποτελείται από μια μακρά σειρά μεγάλων και μικρών νησιών, που εκτείνονται σε τοξοειδή διάταξη, από τη Φλόριντα των ΗΠΑ έως τις ανατολικές ακτές της Βενεζουέλας. Οι Α. ορίζουν στα Α και …   Dictionary of Greek

  • Γκεβάρα, Ερνέστο Τσε — (Ernesto Che Guevara,Ροζάριο, Αργεντινή 1928 – Χιγκέρας, Βολιβία 1967).Αργεντινός πολιτικός και επαναστάτης. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Νέος ακόμα πήρε μέρος στο μαρξιστικό κίνημα και το 1954 κατάφυγε στο Μεξικό, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»