Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Κλήμης

См. также в других словарях:

  • Κλήμης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλήμης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο απόστολος. Ήταν επίσκοπος Σάρδεων. Από τον Απόστολο Παύλο αναφέρεται στην Προς Φιλιππησίους δ’ 3 επιστολή, ως ο πρώτος εθνικός που έγινε χριστιανός. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κλήμης ο Αλεξανδρεύς — (Τίτος Φλάβιος Κλήμης, Αθήνα 150; – Μικρά Ασία 215; μ.Χ.). Πατέρας της χριστιανικής Εκκλησίας. Σε νεαρή ηλικία έγινε χριστιανός και ταξίδεψε για μεγάλο διάστημα προκειμένου να σπουδάσει. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου στους κόλπους… …   Dictionary of Greek

  • Κλήμης, Στέφανος — (Κάλυμνος ; – Αθήνα 1887). Λόγιος μουσικός. Εργάστηκε στην Αθήνα, όπου δημοσίευσε μελέτες σε διάφορες καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες. Από τις εργασίες του διακρίνονται Η ελληνική μουσική και η μελετωμένη εν Κωνσταντινουπόλει μεταρρύθμισις αυτής …   Dictionary of Greek

  • Προυδέντιος Κλήμης, Αυρήλιος — (Aurelius Prudentius Clemens, Ισπανία Ταρακονένσε περ. 348 – ; μετά το 405). Λατίνος χριστιανός ποιητής. Έγραψε μερικά διδακτικά έργα με χαρακτήρα αλληγορικό (Ψυχομαχία), καθώς και απολογητικά (Κατά του Συμμάχου) ή πολεμικά ενάντια ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • Κλῆμα — Κλήμης masc voc sg Κλήμης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλῆμαν — Κλήμης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλήμη — Κλήμης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КЛИМЕНТ АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ —     КЛИМЕНТ АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ (Κλήμης) (ок. 150 после 215 н. э), видный представитель греческой патристики, сыгравший значительную роль в усвоении христианством античного философского наследия.     Полное имя Тит Флавий Климент (Τίτος Φλαύιος… …   Античная философия

  • Αβινιόν — (Avignon).Πόλη (88.000 κάτ. τo 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Βοκλίζ, στην αριστερή όχθη του Ροδανού. Η ιδιαίτερη σημασία που κατέχει στην ιστορία ως έδρα των παπών και η γεωγραφική της θέση την κατέστησαν σημείο συνάντησης των… …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»