Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κλεομένεϊ

См. также в других словарях:

  • Κλεομένει — Κλεομένης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Κλεομένεϊ , Κλεομένης masc dat sg (epic ionic) Κλεομένης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσίστημι — και προσιστῶ, άω, Α [ἵστημι] 1. φέρνω και στήνω κοντά ή απέναντι («μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου πρὸς κῡμα», Ευρ.) 2. ζυγίζω («μὴ προσίστα τοῡτό μοι τοὐστοῡν», Μάχ.) 3. (σχετικά με πληγή) συμπλησιάζω τα άκρα, ενώνω τα χείλη 4. σταματώ 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»