-
1 Κεραμων
-
2 κεραμων
-
3 κεράμων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κεράμων
-
4 Αγορα
ἥ Агора1) город в Херсонесе Фракийском Dem.2) Κεραμῶν Ἀ. «Гончарный рынок», город в Мисии Xen. -
5 κεραμος
ὅ1) горшечная глинаὁ ὠμὸς κ. Arst. — сырая глина;
ὅ ὀπτώμενος κ. Arst. — обожженная глина2) глиняный сосуд, жбан(κ. πλήρης οἴνου Her.; πολλὸν ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Hom.)
3) собир. глиняная посуда Arph.4) черепица(ὅ κ. τοῦ τέγους Arph.; λίθοις καὴ κεράμῳ βάλλειν Thuc.)
5) черепичная кровля Arph., Anth., pl. NT.7) темница
См. также в других словарях:
κεραμών — κεραμών, ῶνος, ὁ (Α) [κέραμος] κατάστημα ή αποθήκη με πολλά πήλινα αντικείμενα … Dictionary of Greek
κεραμών — store for pottery masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεράμων — Κέραμος potter s earth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμων — κέραμος potter s earth masc gen pl κεραμόω roof with tiles imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κεραμόω roof with tiles imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμοποιός — ο (ΑΜ κεραμοποιός) ο κατασκευαστής κεράμων, ο κεραμέας νεοελλ. (ειδ.) ο κατασκευαστής κεραμιδιών και τούβλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… … Dictionary of Greek
πρότυπος — η, ο / πρότυπος, ον, ΝΑ [τύπος] 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πρότυπο(ν) υπόδειγμα προϊόντος βάσει τού οποίου αναπαράγονται κατ απομίμηση άλλα όμοια προϊόντα, κν. μοντέλο νεοελλ. 1. τέλειος … Dictionary of Greek
Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… … Dictionary of Greek