Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Καλλῐᾰναξ

См. также в других словарях:

  • Καλλιάναξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιάναξ — (3ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός γιατρός. Είναι ίσως ο αρχαιότερος από τους γνωστούς μαθητές του Ηρόφιλου. Μαρτυρίες γι’ αυτόν υπάρχουν στον Βακχείο, στον Ζεύξη και στον Γαληνό, ο οποίος όμως τον θεωρεί μεταγενέστερο από τον Ηρόφιλο. Παροιμιώδης έχει …   Dictionary of Greek

  • Καλλιάνακτα — Καλλίαναξ masc acc sg Καλλιάναξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιάνακτι — Καλλίαναξ masc dat sg Καλλιάναξ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιάνακτος — Καλλίαναξ masc gen sg Καλλιάναξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»