-
1 казах
-
2 казах
казахм ὁ Καζάχος. -
3 казах
[καζάχ] ουσ. α Καζάχος -
4 казах
[καζάχ] ουσ α Καζάχος -
5 казах
-а α.-чка, -и θ.καζάχος, -α.
См. также в других словарях:
Καζάχος — ο, θηλ. Καζάχα ο κάτοικος τού Καζαχστάν ή ο καταγόμενος από αυτό … Dictionary of Greek