Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Θυστήριος

См. также в других словарях:

  • θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • θυστήριος — sacrificing priest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστήριον — θυστήριος sacrificing priest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • dheu̯es-, dhu̯ē̆s-, dheus-, dhū̆ s- —     dheu̯es , dhu̯ē̆s , dheus , dhū̆ s     English meaning: to dissipate, blow, etc. *scatter, dust, rain, breathe, perish, die     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, stäuben, wirbeln (nebeln, regnen, Dunst, Staub; aufs seelische Gebiet angewendet:… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»