Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Εὐρωπός

См. также в других словарях:

  • Εὐρωπός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωπός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔρωπος — masc nom sg Εὔρωψ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρωπός — I Αρχαία πόλη που ίδρυσαν οι Μακεδόνες. Βλ. λ. Δούρα. II Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 80 μ., 2.425 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * εὐρωπός, ή, όν (ΑΜ) ευρύς («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι»,… …   Dictionary of Greek

  • Δούρα ή Ευρωπός — Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, χτισμένη στη δυτική όχθη του Ευφράτη, κοντά στον σημερινό οικισμό Σαλιχίγια. H πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 300 π.Χ. από τον Μακεδόνα στρατηγό του Αντίγονου, Νικάνορα. Αργότερα μετονομάστηκε σε Ευρωπό από τον Σέλευκο Α’.… …   Dictionary of Greek

  • εὐρωπόν — εὐρωπός masc acc sg εὐρωπός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρωποῖο — Εὐρωπός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωποῖο — εὐρωπός masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρωποῖσιν — Εὐρωπός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωποῖσιν — εὐρωπός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρωποῦ — Εὐρωπός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»