-
1 κάρυον
κάρυον, τό, die Nuß, bes. die Wallnuß, Theophr.; Εὐβοϊκόν, Kastanie, bei Xen. An. 5, 5, 29 umschrieben τὰ πλατέα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν, wie auch Poll. 1, 232 die καστάνια erkl.; vgl. D. Sic. 14, 30; λεπτόν oder ποντικόν, Haselnuß; der Stein der Steinfrüchte, der Kern der Fichtenzapfen, Diosc. – In der Mechanik ein Kloben, über den ein Seil gewunden in eine Nuß geht.
-
2 κάρυον
См. также в других словарях:
Εὐβοικόν — Εὐβοϊκόν , Εὐβοικός as masc acc sg Εὐβοϊκόν , Εὐβοικός as neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευβοϊκός — ή, ό (ΑΜ εὐβοϊκός, ή, όν, Α και εὐβοεικός και εὐβοικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εύβοια ή στους κατοίκους της 2. αυτός που προέρχεται από την Εύβοια ή χρησιμοποιείται σ αυτήν νεοελλ. φρ. «Ευβοϊκός Κόλπος» ο διπλός κόλπος που… … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek