-
1 ассамблея
ассамблея ж η συνέλευση Генеральная Ассамблея Организации Объединённых Наций η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ενωμένων Εθνών* * *жη συνέλευσηГенера́льная Ассамбле́я Организа́ции Объединённых На́ций — η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ενωμένων Εθνών
-
2 ООН
ООН (Организация Объединённых - Наций) О.Н.Е. ( Οργανισμός των Ηνωμένων (или Ενωμένων) Εθνών)* * *(Организа́ция Объединённых На́ций) О.Н.Е. (Οργανισμός ООН των Ηνωμένων ( или Ενωμένων) Εθνών) -
3 нация
-и θ.έθνος•греческая нация το ελληνικό έθνος.
|| κράτος, χώρα•лига -ий η Κοινωνία των εθνών•
организация объединённых -ий Οργάνωση Ενωμένων Εθνών.
-
4 лига
1. (общественно-политическое объединение) η ένωση, ο συνασπισμός 2. муз. η ένωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лига
-
5 совет
1. (совещание, заседание) το συμβούλι/ο 2. (распорядительный илисовещательный орган при организации,обществе и т.п.) το συμβούλιο 3. (наставление, предложение, указание) ησυμβουλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > совет
-
6 ассамблея
ассамблеяж ἡ Συνέλευση [-ις]:Генеральная Ассамблея Организации Объединенных Наций ἡ Γενική Συνέλευση[-ΐζ] τοῦ 'Οργανισμού των Ηνωμένων Έθνων. -
7 лига
лигаж1. ἡ ἐνωση [-ις], ὁ συνασπισμός, ἡ λίγκα:Лига Наций ἡ Κοινωνία τῶν Έθνῶν (Κ.Τ.Ε.)·2. муз. ἡ λεγγατούρα. -
8 нация
нацияж τό Εθνος:Объединенные Нации τά Ηνωμένα 'Εθνη· Организация Объединенных Наций ὁ 'Οργανισμός τῶν 'Ηνωμένων "Εθνών. -
9 объединенный
объедин||енный1. прич. от объединять·2. прил ἐνωμένος, ἡνωμένος, ἐνοποιημένος:Организация Объединенных Наций ἡ Όργάνωσις τῶν Ηνωμένων Έθνῶν. -
10 ООН
ООН(Организация Объединенных Наций) ὁ ОНЕ (ό 'Οργανισμός τῶν 'Ηνωμένων Έθνῶν). -
11 организация
организацияж1. (действие) ἡ ὁργάνωσης [-ις], ἡ διοργάνωση, ἡ συγκρότηση:\организация труда ἡ ὁργάνωση τής ἐργασίας·2. (учреждение) ἡ ὁργάνωση, ὁ ὁργανισμός:партийная \организация ἡ κομματική ὀργάνωση· комсомо́льская \организация ἡ ὁργάνωση τοῦ Κομ-σομόλ· международная \организация ἡ διεθνής ὁργάνωση, ὁ διεθνής ὁργανισμός· Организация Объединенных Наций (ООН) ὁ 'Οργανισμός τῶν Ηνωμένων Έθνῶν (ΟΗΕ)· массовая \организация ἡ μαζική ὁργάνωση·3. (сложение человека) ὁ ὁργανισμός, ἡ ἰδιοσυγκρασία, ἡ κρᾶσις:человек слабой \организацияии ἄνθρωπος μέ ἀδύνατη κράση, ἄνθρωπος μέ ἀσθενή ὁργανισμό. -
12 самоопределение
самоопределениес полит ἡ αὐτοδιάθεση [-ις]:право наций на \самоопределение τό δικαίωμα τῶν ἐθνών γιά τήν αὐτοδιάθεση. -
13 устав
уставм ὁ κανονισμός, τό καταστατι-κό[ν]:\устав Коммунистической партии Советского Союза τό καταστατικό τοῦ Κομμουνιστικοὔ κόμματος τής Σοβιετικής Ενωσης· военный \устав ὁ στρατιωτικός κανονισμός' Устав Организации Объединенных Наций τό καταστατικό τοῦ Όργα-νισμοῦ Ηνωμένων Εθνών. -
14 лига
лига 1-и θ.λίγκα, ένωση, συνασπισμός.εκφρ.лига наций – Κοινωνία των εθνών.лига 2-и θ.λεγκάτο. -
15 наблюдатель
-я α., -ница, -ы θ.1. παραρατηρητής•непристрастный наблюдатель αμερόληπτος παρατηρητής•
сторонний наблюдатель ξένος παρατηρητής•
-ли Организации Объединённых Наций παρατηρητές της Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών.
|| επιτηρητής.2. αυστηρός τηρητής (παραδόσεως, κανόνων, ηθών κ.τ.τ.) -
16 самоопределение
-я ουδ.αυτοδιάθεση•право наций на самоопределение δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση.
-
17 статут
-а α.1. το καταστατικό•статут лиги наций το καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών.
2. παλ. νόμος• κυβερνητική απόφαση.
См. также в других словарях:
ἐθνῶν — ἔθνος number of people living together neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… … Dictionary of Greek
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών — Βλ. λ. OHE … Dictionary of Greek
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… … Dictionary of Greek
κηδεμονία — Διεθνές σύστημα διοίκησης και εποπτείας του διεθνούς δικαίου, που προβλέπεται από τα άρθρα 75 91 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο σύστημα της εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Περιλαμβάνει τα εδάφη που διατελούσαν … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek