-
1 Διονυσος
эп.-ион. Διώνῡσος ὅ (тж. Βάκχος, Ἴακχος, Βρόμιος Εὔιος) Дионис (сын Зевса и Семелы, рожденный ею преждевременно и доношенный в бедре Зевса, поэтому - δίγονος и διμήτωρ, бог вина, виноделия, производительных сил природы, поэтического вдохновения, театрального искусства и веселых народных сборищ) Hom. etc. -
2 Διόνυσος
-
3 Διόνυσος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διόνυσος
-
4 Διόνῦσος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Διόνῦσος
-
5 Διόνυσος
Διόνῡσος, Διόνυσοςa: masc nom sg -
6 ἀ-προς-διόνῡσος
ἀ-προς-διόνῡσος, sich nicht zum Dionysus, zur Bacchusfeier passend, übh. unpassend, unschicklich, Plut. Symp. 1 prooem.; Luc. Bacch. 6; man vgl. οὐδὲν πρὸς Διόνυσον, sprichwörtlich, Cic. Att. 16, 13.
-
7 Διονύσον
Διονύσοςmasc acc sg -
8 Dionysus
Διόνυσος, ὁ; see Bacchus.Feast of Dionysus: Διονύσια, τά.Temple of Dionysus: Διονύσιον, τό.Theatre of Dionysus: Διονυσιακὸν Θέατρον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dionysus
-
9 Διονύσω
Διονύ̱σω, Διόνυσοςa: masc nom /voc /acc dualΔιονύ̱σω, Διόνυσοςa: masc gen sg (doric aeolic)Διονύσοςmasc nom /voc /acc dualΔιονύσοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Διονύ̱σῳ, Διόνυσοςa: masc dat sgΔιονύσοςmasc dat sg -
10 Διωνυσος
-
11 Διονύσοιο
Διονύ̱σοιο, Διόνυσοςa: masc gen sg (epic)Διονύσοςmasc gen sg (epic) -
12 Διονύσοις
Διονύ̱σοις, Διόνυσοςa: masc dat plΔιονύσοςmasc dat pl -
13 Διονύσου
Διονύ̱σου, Διόνυσοςa: masc gen sgΔιονύσοςmasc gen sg -
14 Διονύσους
Διονύ̱σους, Διόνυσοςa: masc acc plΔιονύσοςmasc acc pl -
15 Διονύσωι
Διονύ̱σῳ, Διόνυσοςa: masc dat sgΔιονύσῳ, Διονύσοςmasc dat sg -
16 Dionysus
Dionȳsus (-os), ī, m. (Διόνυσος), der Gott Dionysus, d.i. Bacchus (s. 1. Bacchus), Plaut. Stich. 661. Cic. de nat. deor. 3, 53 u. 58 (wo Plur.). Auson. epigr. 30, 4. – Dav.: A) Dionȳsius, a, um (Διονύσιος), dionysisch, bacchisch, subst., Dionȳsia, ōrum, n., das Dionysus-, Bacchusfest, Plaut. u. Ter. – B) Dionȳsēus, a, um, dionysisch, bacchisch, Sil. 3, 393. – C) Dionȳsiacus, a, um (Διονυσιακός), zu Dionysus gehörig, dionysisch, ludi (= Liberalia), Auson. egl. de feriis Rom. 16. p. 16, 9 Schenkl.
-
17 φερε-στάφυλος
φερε-στάφυλος, Weintrauben tragend, bringend; Διόνυσος Mel. 110 (IX, 363); Macho bei Ath. III, 112 b.
-
18 φιλο-παίγμων
φιλο-παίγμων, ονος, wie φιλοπαίσμων, Spiel, Scherz liebend; ὀρχηϑμός Od. 23, 134; Hes. frg. 13, 3; Ar. Ran. 333; Διόνυσος Anacr. 40, 2; oft in der Anth.
-
19 φιλ-ά-κρᾱτος
φιλ-ά-κρᾱτος, ion. φιλάκρητος, reinen, ungemischten Wein liebend, übh. dem Weine, dem Trunke ergeben; Διόνυσος Ep. ad. 130 (VI, 169); ἁρμονίη Antp. Sil. 74 (VII, 26); u. a. sp. D., wie Nonn. D. 29, 246.
-
20 ψευδ-άνωρ
ψευδ-άνωρ, ορος, der unächte Mann, der fälschlich für einen Mann Gehaltene, ohne es zu sein, Διόνυσος Polyaen. 4, 18, 1.
См. также в других словарях:
Διόνυσος — I Ο νεότερος αλλά και πιο δημοφιλής από τους θεούς του Ολύμπου. Η θεϊκή του υπόσταση έλαβε δύο αντίθετες εκφράσεις: την εύθυμη και πολυθόρυβη χαρά που επικρατούσε στις γιορτές του και τη μανία της καταστροφής. Γι’ αυτό και η λατρεία του… … Dictionary of Greek
Διόνυσος — Sp Diònisas Ap Διόνυσος/Dionisos L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Διόνυσος — Διόνῡσος , Διόνυσος a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζαγραίος Διόνυσος — Θεός των Ορφικών, γιος του Δία και της Περσεφόνης, κόρης του Δία από τη Ρέα. Ο Δίας, φοβούμενος τη ζηλοτυπία της Ήρας, εμπιστεύτηκε τη φροντίδα και την προστασία του παιδιού στους Κουρήτες. Η Ήρα, όμως, ανέθεσε στους Τιτάνες να το βρουν. Όταν τον … Dictionary of Greek
Διονύσον — Διονύσος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Διονύσω — Διονύ̱σω , Διόνυσος a masc nom/voc/acc dual Διονύ̱σω , Διόνυσος a masc gen sg (doric aeolic) Διονύσος masc nom/voc/acc dual Διονύσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Список царей государства Селевкидов — Бюст Селевка I Никатора Первым правителем государства Селевкидов стал диадох Александра Македонского Селевк I Никатор, основавший империю … Википедия
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Dionysos, Greece — For other uses, see Dionysos (disambiguation). Dionysos Διόνυσος Dionysos Skyline … Wikipedia