-
1 Γαβριήλ
Γαβριήλ οГавриил –1) один из архангелов, который принес Деве Марии благую весть о рождении от Нее Сына Божия, Господа Иисуса Христа;2) имя некоторых святых Православной Церкви;3) мужское имяЭтим. -
2 Γαβριήλ
{собств., 2}Ангел (вестник) Божий, явившийся Даниилу, Захарии и Марии (Лк. 1:19, 26). См. евр. 1403 (לאֵירִבְגַּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Γαβριήλ
-
3 Γαβριήλ
{собств., 2}Ангел (вестник) Божий, явившийся Даниилу, Захарии и Марии (Лк. 1:19, 26). См. евр. 1403 (לאֵירִבְגַּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Γαβριήλ
-
4 Γαβριήλ
Гавриил (имя архангела); см. евр. (גַּבְרִיאל).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Γαβριήλ
-
5 Γαβριὴλ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Γαβριὴλ
-
6 1043
{собств., 2}Ангел (вестник) Божий, явившийся Даниилу, Захарии и Марии (Лк. 1:19, 26). См. евр. 1403 (לאֵירִבְגַּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1043
См. также в других словарях:
Γαβριήλ — I Βιβλικό πρόσωπο. Ένας από τους αγγέλους που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Το όνομά του σημαίνει ο άνθρωπος του Θεού. Η παρουσία του Γ. στο έργο που επιτελεί ο Θεός για τον άνθρωπο θεωρείται από τις σπουδαιότερες αγγελοφανίες. Αυτό απηχεί και η… … Dictionary of Greek
Γαβριήλ Σεβήρος — Βλ. λ. Σεβήρος, Γαβριήλ … Dictionary of Greek
Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στη Σέριφο, στο βόρειο τμήμα του νησιού. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Χτίστηκε περίπου το 1600, με φρουριακή αρχιτεκτονική. Το καθολικό του έχει μαρμαρόστρωτο δάπεδο και χρυσοστόλιστο τέμπλο.… … Dictionary of Greek
Ελισαίος μπεν Γαβριήλ — (16oς αι.). Εβραίος κληρικός, προϊστάμενος συναγωγής και συγγραφέας διαφόρων ερμηνευτικών έργων. Είναι γνωστός και με το όνομα Γκαλίκο. Στα έργα του συγκαταλέγονται υπομνήματα στο βιβλίο της Εσθήρ, σχόλια στον Εκκλησιαστή και ερμηνεία στο Άσμα… … Dictionary of Greek
Καλλονάς, Γαβριήλ — (Άνδρος 1724 – Ντιέντες, Ουγγαρία 1795). Λόγιος κληρικός. Φοίτησε σε σχολείο της Σμύρνης και σπούδασε στην Αθωνιάδα σχολή. Χρημάτισε διαδοχικά γραμματέας του συγγενή του πατριάρχη Αλεξανδρείας, Ματθαίου, δάσκαλος σε φαναριώτικες οικογένειες της… … Dictionary of Greek
Κατακάζης, Γαβριήλ — Βλ. λ. Κατρακάζης (1.) … Dictionary of Greek
Κοντιανός, Γαβριήλ — (τέλη 15ου – αρχές 16ου αι.). Κρητικός λόγιος. Μετέφρασε τη λατινική διασκευή του ελληνικού μυθιστορήματος Απολλώνιος ο Τύριος. Πρόκειται για μεσαιωνικό μυθιστόρημα του 3ου αι. μ.Χ., που συντάχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαίων μυθιστορημάτων … Dictionary of Greek
Παντόγαλος, Γαβριήλ — Μοναχός και λόγιος από την Κρήτη. Το 1600 ανακαίνισε το μοναστήρι του Τοπλού (Κυρά Ακρωτηριανή), που βρίσκεται στην πρώην επαρχία της Σητείας. Σε δική του ενέργεια οφείλεται και η πλάκα που στήθηκε στην αυλή και απέναντι στην είσοδο της μονής, με … Dictionary of Greek
Ράινμπεργκερ, Ιωσήφ-Γαβριήλ — (Rheinberger, 1839 – 1901). Γερμανός μουσικός. Διακρίθηκε ως συνθέτης οργανικής και φωνητικής μουσικής, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη δεξιοτεχνία στην αντίστιξη και η ευγένεια της μελωδικής του φράσης. Ο Ρ. διατέλεσε καθηγητής … Dictionary of Greek
Ρανβιέ, Γαβριήλ — (Ranvier, 1828 – 1879). Γάλλος σκηνογράφος, μέλος της Κομούνας του Παρισιού και μπλανκιστής. Το 1870, στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού από τα πρωσικά στρατεύματα, διατέλεσε διοικητής τάγματος εθνοφρουρών. Υπήρξε επίσης ένας από τους… … Dictionary of Greek
Ριβάλ, Γαβριήλ — (Riva, ; – 1827). Ελβετός φιλέλληνας. Το 1821 ήρθε στην Ελλάδα και πήρε μέρος στην Επανάσταση. Διακρίθηκε στη μάχη του Χαϊδαριού (1826) και στην πολιορκία της Ακρόπολης (1826) … Dictionary of Greek