Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Γαβριήλ

См. также в других словарях:

  • Γαβριήλ — I Βιβλικό πρόσωπο. Ένας από τους αγγέλους που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Το όνομά του σημαίνει ο άνθρωπος του Θεού. Η παρουσία του Γ. στο έργο που επιτελεί ο Θεός για τον άνθρωπο θεωρείται από τις σπουδαιότερες αγγελοφανίες. Αυτό απηχεί και η… …   Dictionary of Greek

  • Γαβριήλ Σεβήρος — Βλ. λ. Σεβήρος, Γαβριήλ …   Dictionary of Greek

  • Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στη Σέριφο, στο βόρειο τμήμα του νησιού. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Χτίστηκε περίπου το 1600, με φρουριακή αρχιτεκτονική. Το καθολικό του έχει μαρμαρόστρωτο δάπεδο και χρυσοστόλιστο τέμπλο.… …   Dictionary of Greek

  • Ελισαίος μπεν Γαβριήλ — (16oς αι.). Εβραίος κληρικός, προϊστάμενος συναγωγής και συγγραφέας διαφόρων ερμηνευτικών έργων. Είναι γνωστός και με το όνομα Γκαλίκο. Στα έργα του συγκαταλέγονται υπομνήματα στο βιβλίο της Εσθήρ, σχόλια στον Εκκλησιαστή και ερμηνεία στο Άσμα… …   Dictionary of Greek

  • Καλλονάς, Γαβριήλ — (Άνδρος 1724 – Ντιέντες, Ουγγαρία 1795). Λόγιος κληρικός. Φοίτησε σε σχολείο της Σμύρνης και σπούδασε στην Αθωνιάδα σχολή. Χρημάτισε διαδοχικά γραμματέας του συγγενή του πατριάρχη Αλεξανδρείας, Ματθαίου, δάσκαλος σε φαναριώτικες οικογένειες της… …   Dictionary of Greek

  • Κατακάζης, Γαβριήλ — Βλ. λ. Κατρακάζης (1.) …   Dictionary of Greek

  • Κοντιανός, Γαβριήλ — (τέλη 15ου – αρχές 16ου αι.). Κρητικός λόγιος. Μετέφρασε τη λατινική διασκευή του ελληνικού μυθιστορήματος Απολλώνιος ο Τύριος. Πρόκειται για μεσαιωνικό μυθιστόρημα του 3ου αι. μ.Χ., που συντάχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαίων μυθιστορημάτων …   Dictionary of Greek

  • Παντόγαλος, Γαβριήλ — Μοναχός και λόγιος από την Κρήτη. Το 1600 ανακαίνισε το μοναστήρι του Τοπλού (Κυρά Ακρωτηριανή), που βρίσκεται στην πρώην επαρχία της Σητείας. Σε δική του ενέργεια οφείλεται και η πλάκα που στήθηκε στην αυλή και απέναντι στην είσοδο της μονής, με …   Dictionary of Greek

  • Ράινμπεργκερ, Ιωσήφ-Γαβριήλ — (Rheinberger, 1839 – 1901). Γερμανός μουσικός. Διακρίθηκε ως συνθέτης οργανικής και φωνητικής μουσικής, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη δεξιοτεχνία στην αντίστιξη και η ευγένεια της μελωδικής του φράσης. Ο Ρ. διατέλεσε καθηγητής …   Dictionary of Greek

  • Ρανβιέ, Γαβριήλ — (Ranvier, 1828 – 1879). Γάλλος σκηνογράφος, μέλος της Κομούνας του Παρισιού και μπλανκιστής. Το 1870, στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού από τα πρωσικά στρατεύματα, διατέλεσε διοικητής τάγματος εθνοφρουρών. Υπήρξε επίσης ένας από τους… …   Dictionary of Greek

  • Ριβάλ, Γαβριήλ — (Riva, ; – 1827). Ελβετός φιλέλληνας. Το 1821 ήρθε στην Ελλάδα και πήρε μέρος στην Επανάσταση. Διακρίθηκε στη μάχη του Χαϊδαριού (1826) και στην πολιορκία της Ακρόπολης (1826) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»