-
1 Βορβοροκοιτης
См. также в других словарях:
Βορβοροκοίτης — Βορβοροκοίτης, ο (Α) (όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία) αυτός που κοιμάται μέσα στη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + κοίτης < κοίτη] … Dictionary of Greek
Βορβοροκοίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβοροκοίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βορβοροκοίτην — Βορβοροκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβοροκοίτην — βορβοροκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek