Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Βορβοροκοίτης

См. также в других словарях:

  • Βορβοροκοίτης — Βορβοροκοίτης, ο (Α) (όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία) αυτός που κοιμάται μέσα στη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + κοίτης < κοίτη] …   Dictionary of Greek

  • Βορβοροκοίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορβοροκοίτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βορβοροκοίτην — Βορβοροκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορβοροκοίτην — βορβοροκοίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»