-
1 Βοιωτός
Βοιωτός, ὁ,A a Boeotian, Il.2.494, etc.:—[full] Βοιωτία, ἡ, Boeotia, so called from its cattle-pastures:—Adj. [full] Βοιώτ-ιος, α, ον, Boeotian, Hes. Fr. 132, etc.; with a notion of gluttonous,οὕτω σφόδρ' ἐστὶ τοὺς τρόπους Β. Eub.39
, cf. 34; εἰμὶ γὰρ *b.πολλὰ.. ἐσθίων Mnesim.2
;ὀξύπεινον ἄνδρα καὶ Β. Demonic.1
; and of dull, stupid, Plu.2.995e: prov.,ὗς Βοιωτία Pi.O.6.90
, cf. Fr.83; also Β. νόμος, melody used in κιθαρῳδία, S.Fr. 966, Plu.2.1132d; Βοιώτιον μέλος Sch.Ar.Ach.13:— also [suff] βοιωτ-ικός, ή, όν, πόλεμος D.S.14.81
, Plu.Lys.27, and [suff] βοιωτ-ιακός, ή, όν, IG11.161B122 (Delos, iii B. C.), Str.9.2.11. Adv. - ιακῶς (v.l. -ικῶς) ibid.; Βοιωτιακά, τά, title of work by Hellanicus, Sch.Il.2.494:—fem. [full] Βοιωτίς, ίδος, X.HG5.1.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βοιωτός
См. также в других словарях:
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
πατρώος — α, ο / πατρῷος, α, ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, η, ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῑος και πατρούεος, ον, ΝΜΑ ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει… … Dictionary of Greek