Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Βαβυλωνία

См. также в других словарях:

  • Βαβυλωνία — Βαβυλωνίᾱ , Βαβυλώνιος Babylon fem nom/voc/acc dual Βαβυλωνίᾱ , Βαβυλώνιος Babylon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίᾳ — Βαβυλωνίᾱͅ , Βαβυλώνιος Babylon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλωνία — η 1. ονομασία της χώρας που στην αρχαιότητα περιλαμβανόταν ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Εφράτη. 2. η ασυνεννοησία που δημιουργείται όταν πολλά άτομα μιλούν ταυτόχρονα και δυνατά: Στη συνεδρίαση της επιτροπής επικρατούσε βαβυλωνία! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βαβυλώνια — Βαβυλώνιος Babylon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίας — Βαβυλωνίᾱς , Βαβυλώνιος Babylon fem acc pl Βαβυλωνίᾱς , Βαβυλώνιος Babylon fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίαι — Βαβυλωνίᾱͅ , Βαβυλώνιος Babylon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλωνίαν — Βαβυλωνίᾱν , Βαβυλώνιος Babylon fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»