Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+το+νοικοκυριό+2)+(

  • 41 натуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. φυσικός•

    натуральный цвет φυσικό χρώμα•

    в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•

    -ые богатства ο φυσικός πλούτος•

    -ая история φυσική ιστορία.

    2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•

    натуральный мд φυσικό μέλι•

    натуральный шлк φυσικό μετάξι.

    3. απροσποίητος•

    натуральный смех φυσικό γέλιο•

    натуральный голос φυσική φωνή.

    4. σε είδος, σε προϊόν•

    натуральный налог φόρος σε είδος•

    натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•

    -ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).

    εκφρ.
    натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > натуральный

  • 42 неисправный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. αδιόρθωτος, ανεπιδιόρθωτος• χαλασμένος•

    радиопримник αδιόρθωτο ραδιόφωνο.

    || ατακτοπο ίητος, ακατάστατος, ρέμπελος•

    -ое хозяйство ακατάστατο νοικοκυριό.

    2. ασυνεπής•

    неисправный плательщик κακοπληρωτής.

    Большой русско-греческий словарь > неисправный

  • 43 нелишний

    -яя, -ее
    επ.
    οχι περίσσιος• ωφέλιμος, χρειαζούμενος•

    эта вещь -яя в хозяйстве αυτό το πράγμα χρειάζεται στο νοικοκυριό•

    считаю -им сказать δε θεωρώ περιττό να πω ή θεωρώ ωφέλιμο να πώ.

    Большой русско-греческий словарь > нелишний

  • 44 неупорядоченный

    επ.
    ατακτοποίητος, αδιευθέτητος, άστατος•

    -ое хозяйстно ατακτοποίητο νοικοκυριό•

    неупорядоченный образ жизни άστατη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > неупорядоченный

  • 45 обзаведение

    ουδ.
    1. εξασφάλιση, προμήθεια, εφοδιασμός (σε τρόφιμα, για το νοικοκυριό).
    2. πράγματα νοικοκυριού ή επαγγελματικά.

    Большой русско-греческий словарь > обзаведение

  • 46 обрядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (διαλκ.) ντύνω γιορτινά, στολίζω.
    2. ταχτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω•

    обрядить корову, коня ταχτοποιώ την αγελάδα, το άλογο.

    1. ντύνομαι γιορτινά, στολίζομαι.
    2. ταχτοποιώ, διευθετώ το νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > обрядить

  • 47 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 48 подорвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подорванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. ανατινάζω•

    партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα.

    2. μτφ. υποσκάπτω, υπονομεύωκλονίζω•

    подорвать авторитет υποσκάπτω το.κύρος•

    подорвать доверие κλονίζω την εμπιστοσύνη•

    подорвать здоровье κλονίζω την υγεία•

    подорвать хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό•

    подорвать основы υποσκάπτω τα θεμέλια.

    ανατινάζομαι. || μτφ. υποσκάπτομαι, υπονομεύομαι κλονίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подорвать

  • 49 пригородный

    επ.
    του προαστίου•

    -ые жители κάτοικοι των προαστίων.•

    πλησίον της πόλης•

    -ое огородное хозяйство το παρά την πόλη κηπευτικό νοικοκυριό.

    || (για μέσα μεταφοράς)• του προαστίου•

    пригородный автобус λεωφορείο προαστίων.

    Большой русско-греческий словарь > пригородный

  • 50 развалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω• σωριάζω. || γκρεμίζω, κατεδαφίζω.
    2. μτφ. αποσυνθέτω, διαλύω, εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω•

    развалить налаженную работу σπαραλιάζω τη ρεγουλαρισμένη δουλειά•

    развалить хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό.

    1. πέφτω, σωριάζομαι. || καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατεδαφίζομαι. || χαλνώ, φθείρομαι, καταστρέφομαι (για ενδύματα, υποδήματα).
    2. μτφ. αποσυντίθεμαι, διαλύομαι, εξαρθρώνομαι, χαρ-βαλιάζω.
    3. ξαπλώνω φαρδύς-μακρύς, το πιάνω ξαπλωταριά.

    Большой русско-греческий словарь > развалить

  • 51 разрушить

    -шу, -шешь
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω• κατερειπώνω• ερημώνω, ρημάζω•

    землетрясение -ло город ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.

    2. μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβαλώνω• διαλύω, αποσυνθέτω•

    разрушить хозяйство καταστρέφω το νοικοκυριό•

    разрушить государственный аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό.

    3. ανατρέπω, χαλνώ•

    разрушить его планы χαλνώ τα σχέδια του.

    || βλάπτω, φθείρω•

    разрушить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    1. καταστρέφομαι, κατεδαφίζομαι• γκρεμίζομαι• χαλνιέμαι. || ερημώνομαι• ερειπώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξε-χαρβαλιάζομαι.
    3. μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέμαι•

    планы -лись τα σχέδια χάλασαν..

    βλάπτομαι, φθείρομαι•

    здоровье -лось η υγεία καταστράφηκε.

    Большой русско-греческий словарь > разрушить

  • 52 расползтись

    -зусь, -зшься, παρλθ. χρ. расползся, -лась, -лось
    ρ.σ.
    1. έρπω, φεύγω έρποντας (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    раки -лись τα καβούρια έφυγαν (σκόρπισαν).

    || αποσύρομαι, τραβιέμαι στην άκρη.
    2. μτφ. απέρχομαι, φεύγω, χωρίζομαι.
    3. μτφ. χοντραίνω, παχύνω.
    4. (για υποδήματα, ενδυμασία κ. τ,τ.) ξεσχίζομαι, κουρελιάζομαι• ξεφτώ, πέφτω.
    5. μτφ. εξαρθρώνομαι, χαρβαλιάζω, σπαραλιάζω•

    хозяйство без надзора -етея το νοικοκυριό χωρίς επίβλεψη σπαραλιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > расползтись

  • 53 расстроить

    ρ.σ.μ.
    1. εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω• σπαραλιάζω• ξεχαρβαλώνω• φέρνω σύγχυση, ταραχή•

    расстроить ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού•

    воина -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία•

    расстроить планы (замыслы) χαλνώ τα σχέδια•

    расстроить здоровье βλάπτω την υγεία•

    расстроить желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού.

    2. ταράσσω• σπάζω•

    последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τού σπασαν τα νεύρα.

    3. ξεκουρντίζω•

    расстроить скрипку ξεκουρντίζω το βιολί.

    || ταράσσω την ψυχική ηρεμία• αναστατώνω. || πικραίνω, στενοχωρώ• δυσαρεστώ• κακοκαρδίζω.
    1. εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ряды противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν•

    хозяйство -лось το νοικοκυριό σπαράλιασε•

    желудок -лся το στομάχι έπαθε διαταραχή.

    2. ξεκουρντίζομαι•

    гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε.

    3. ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι. || θλίβομαι, πικραίνομαι, στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι• κακοκαρδίζομαι•

    он -лся от неудачи αυτός πικράθηκε από την αποτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > расстроить

  • 54 расшатанный

    επ. από μτχ.
    1. κλονισμένος, διασαλευμένος.
    2. μτφ. αδυνατισμένος, εξασθενημένος• χαλαρωμένος•

    -ые нервы κλονισμένα νεύρα•

    -ое хозяйство χαλαρωμένο νοικοκυριό, χαλαρωμένη οικονομία•

    -ое здоровье κλονισμένη υγεία.

    Большой русско-греческий словарь > расшатанный

  • 55 сельский

    επ.
    αγροτικός• χωρικός, του χωριού• της υπαίθρου•

    -ая жизнь αγροτική ζωή, η ζωή του χωριού•

    -ая школа το σχολείο του χωριού•

    -ие работы αγροτικές δουλειές•

    учитель ο δάσκαλος του χωριού•

    сельский священник ο παπάς του χωριού•

    -ая молоджь η αγροτική νεολαία•

    сельский совет βλ. сельсовет; сельский корреспондент βλ. селькор; -ая местность η ύπαιθρος, η εξοχή•

    -ое хозяйство αγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > сельский

  • 56 скудный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. ασήμαντος, πενιχρός• αδύνατος•

    -ые запасы πενιχρά εφόδια•

    скудный свет αδύνατο φως.

    2. φτωχός, λιτός•

    -ое хозяйство φτωχό νοικοκυριό•

    обед λιτό γεύμα•

    -ая почва φτωχό έδαφος.

    Большой русско-греческий словарь > скудный

  • 57 собственнический

    επ.
    1. ιδιόκτητος•

    -ое хозяйство ιδιόκτητο νοικοκυριό.

    2. ιδιοκτη-τικός•

    -ие взгля.ды ιδιοκτητικές αντιλήψεις.

    Большой русско-греческий словарь > собственнический

  • 58 совнархоз

    α.
    σοβιετικό λαϊκό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > совнархоз

  • 59 совхоз

    α.
    σοβχόζ, σοβιετικό (κρατικό) νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > совхоз

  • 60 управлять

    -яю, -яешь μτχ. ενστ. управляющий, παθ. μτχ. ενστ. управлюемый, βρ: -ляем, -а, -о
    ρ.δ. (με οργν.).
    1. διευθύνω, οδηγώ•

    управлять автомобилем οδηγώ το αυτοκίνητο•

    управлять судном πηδαλιουχώ (τιμονιάρω) σκάφος.

    || χειρίζομαι•

    управлять кистью χειρίζομαι το πινέλο.

    || διευθύνω, κουμαντάρω• κανονίζω.
    2. διοικώ• κυβερνώ-διευθύνω•

    управлять государством κυβερώ το κράτος•

    управлять страной κυβερνώ τη χώρα•

    управлять заводом διευθύνω το εργοστάσιο.

    || διαχειρίζομαι•

    управлять хозяйством διαχειρίζομαι το νοικοκυριό ή την οικονομία.

    || εξουσιάζω•

    безумным человеком -ют страсти τον ανόητο άνθρωπο τον κυβερνούν τα πάθη.

    3. (γραμμ.) καθορίζω, απαιτώ• θέλω•

    переходные глаголы -ют винительными падежом τα μεταβατικά ρήματα θέλουν το αντικείμενο σε αιτιατική πτώση.

    1. διευθύνομαι, οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. βλ. управиться.

    Большой русско-греческий словарь > управлять

См. также в других словарях:

  • νοικοκυριό — και νοικοκεριό, το 1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια 2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους») 3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα… …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυριό — το 1. το σπιτικό, ο οίκος. 2. εποπτεία, επιστασία του σπιτιού: Δεν μπορεί να κάνει νοικοκυριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • ενδομενία — ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α) τα πράγματα τού σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοδιοικώ — (Μ κακοδιοικῶ, έω) διοικώ άσχημα, διακυβερνώ με κακό τρόπο χώρα, δήμο, επιχείρηση, νοικοκυριό, κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κατούνα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 340 μ., 2.331 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 82 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • κολχόζ — Τύπος σοβιετικής γεωργικής συνεταιριστικής επιχείρησης, που κατείχε τα μέσα παραγωγής και δημιουργήθηκε στην ΕΣΣΔ μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία Κολεκτίνοβγε Χοζιάιστβο. Βλ. λ. Σοβιετική Ένωση. * * * το… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»