Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+το+νοικοκυριό+2)+(

  • 21 обзавестись

    обзавестись
    сов, обзаводиться несов разг προμηθεύομαι, ἐφοδιάζομαι:
    \обзавестись семьей ἀποκτῶ οἰκογένεια, γίνομαι οίκογενειάρ-χης· \обзавестись хозяйством νοικοκυρεύομαι, κάνω νοικοκυριό.

    Русско-новогреческий словарь > обзавестись

  • 22 показательный

    показательн||ый
    прил
    1. (характерный) ἐνδεικτικός, χαρακτηριστικός, δηλωτικός:
    это очень \показательныйο αὐτό εἶναι πολύ ἐνδεικτικό·
    2. (для всеобщего сведения) παραδειγματικός, ὑποδειγματικός:
    \показательный процесс παραδειγματική δίκη·
    3. (образцовый) παραδειγματικός, ὑποδειγματικός:
    \показательныйое хозяйство ὑποδειγματικό νοικοκυριό.

    Русско-новогреческий словарь > показательный

  • 23 управляться

    управлять||ся
    τά καταφέρνω, τά βγάζω πέρα:
    \управлятьсяся с хозяйством τά καταφέρνω στό νοικοκυριό.

    Русско-новогреческий словарь > управляться

  • 24 хлопотать

    хлопот||ать
    несов
    1. ἀσχολούμαι, καταγίνομαι, κοπιάζω:
    \хлопотать по хозяйству ἀσχολοῦμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (о чем-либо) φροντίζω, κάνω ἐνέργειες·
    3. (за кого-л.) ἐνεργώ γιά κάποιον, μεσολαβώ.

    Русско-новогреческий словарь > хлопотать

  • 25 хозяйничать

    хозяй||ничать
    несов
    1. (вести домашнее хозяйство) ἀσχολοῦμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (распоряжаться) διευθύνω, διαχειρίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > хозяйничать

  • 26 бедняцкий

    επ.
    φτωχικός, των φτωχών•

    -и е массы οι μάζες των φτωχών•

    -ое хозяйство το φτωχό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > бедняцкий

  • 27 бесхозяйный

    επ.
    1. αδέσποτος, ανάφεντος.
    2. χωρίς νοικοκυριό, φτωχός.

    Большой русско-греческий словарь > бесхозяйный

  • 28 восстановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восстановленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ, ανορθώνω, επανορθώνω• αναστηλώνω• ανακαινίζω, επαναδημιουργία ζαναφτιάνω•

    восстановить разрушенное войной хозяйство επανορθώνω το καταστραμμένο από τον πόλεμο νοικοκυριό•

    восстановить здоровье αποκατασταίνω την υγεία•

    восстановить прежних отношений αποκατασταίνω τις προηγούμενες σχέσεις.

    2. μτφ. αναπαρασταίνω, επαναφέρω•

    восстановить происшествие в память επαναφέρω στη μνήμη το συμβάν.

    3. αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    восстановить в должности, в правах αποκατασταίνω στο αξίωμα, στα δικαιώματα.

    4. (προ)διαθέτω εχθρικά, ξεσηκώνω, στρέφω•

    он -ил против себя всех знакомых ξεσήκωσε έναν τίο του όλους τους γνωστούς (τα χάλασε με όλους).

    1. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι, επανορθώνομαι.
    2. μτφ. αναπαρασταίνομαι, επανέρχομαι, επαναφέρομαι (στη μνήμη, φαντασία).
    3. αποκατασταίνομαι, αποκαθίσταμαι•

    восстановить в правах αποκατασταίνομαι στα δικαιώματα.

    Большой русско-греческий словарь > восстановить

  • 29 двор

    α.
    1. αυλή, προαύλιο•

    играть во -е παίζω στην αυλή•

    задний двор οπισθαύλιο.

    2. το αγροτικό νοικοκυριό, οικογένεια.
    3. σταυλος•

    скотный двор κτηνοστάσιο•

    птичий двор ορνιθώνας, ορνιθαρειό, κοτέτσι.

    εκφρ.
    ко -у (быть, прийтись) – είμαι από τους προσκείμενους, τα ‘χω καλά•
    на -е – έξω (στην αυλή)•
    ко -ам ή по -амπαλ. για το σπίτι (κατεύθυν-αη)•
    со -аπαλ. από το σπίτι•
    на -(пойти, сходить) – πηγαίνω στο αποχωρητήριο•
    весна на -е – έφτασε η Ανοιξη.
    α. Αυλή•

    царский двор η τσαρική Αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > двор

  • 30 домашность

    θ. (απλ.)
    1. νοικοκυριό, νοικοκυροσύνη.
    2. οικιακά σκεύη.
    3. οικογενειακότητες•

    в общественной работе нельзя допускать στην κοινωνική δουλιά δεν επιτρέπονται οι οικογενειακότητες.

    Большой русско-греческий словарь > домашность

  • 31 дым

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы а.
    1. καπνός•

    пороховой дым καπνός μπαρούτης•

    густой дым πυκνός καπνός•

    нет -а без огня δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά (υπάρχει αιτία)•

    рассеяться как дым διαλύομαι σαν καπνός•

    столбом στήλη καπνού.

    || φάντασμα, φάσμα όραμα• σκιά, χίμαιρα.
    2. παλ. σπίτι, ατομικό νοικοκυριό•

    дань с -а δόσιμο (φόρος) κατά σπίτι.

    || φόρος ανάλογα με τίς καπνοδόχους σε κάθε σπίτι.
    εκφρ.
    в дым – (απλ.) δυνατά, (στα) γερά•
    дым коромыслом, дым столбом, – θόρυβος, ταραχή, πατιρντί, σαματάς•
    я поругался в дым – μάλωσα στα γερά.

    Большой русско-греческий словарь > дым

  • 32 захирелый

    επ.
    1. ισχνός, αδύνατος, καχεκτικός•

    захирелый мальчик καχεκτικό αγοράκι.

    2. μτφ. ξεπεσμένος, παρηκμασμένος•

    -ое хозяйство ξεπεσμένο νοικοκυριό.,

    Большой русско-греческий словарь > захирелый

  • 33 индивидуальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о; ατομικός, ξέχωρος•. -ые особенности учеников ατομικές ιδιομορφίες των μαθητών (ατομικός χαρακτήρας των μαθητών)•

    индивидуальный случай ξεχωριστή (ιδιαίτερη) περίπτωση•

    -ое хозяйство! ατομικό νοικοκυριό•

    -ое требование ατομική διεκδίκιση.

    εκφρ.
    индивидуальный перевязочный пакет – ατομικός επίδεσμος (τραυματία).

    Большой русско-греческий словарь > индивидуальный

  • 34 коллективный

    επ.
    συλλογικός, κολεχτιβίστικος•

    -ое руководство συλλογική καθοδήγηση•

    -ое хозяйство κολεχτιβίστικο νοικοκυριό•

    - договор συλλογική σύμβαση•

    -ая безопасность συλλογική ασφάλεια•

    коллективный дух κολεχτιβίστικο πνεύμα•

    коллективный принцип κολεχτιβίστικη αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > коллективный

  • 35 колонистский

    επ.
    αποικιακός, του άποικου•

    -ое хозяйство αποικιακό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > колонистский

  • 36 крепостной

    επ.
    1. δουλοκτητικός•

    -ые отношения δουλοκτητικές σχέσεις•

    -ое хозяйство δουλοκτητικό νοικοκυριό.

    2. πού ανήκει στο δουλοκτήτη•

    -ые крестьяне δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. крепостной, -ая δουλοπάροικος, -η.
    επ.
    του φρουρίου, του κάστρου•

    -ая башня πύργος (παρατηρητήριο) του φρουρίου.

    επ.
    της αγοραπωλησίας•

    крепостной акт πράξη αγοραπωλησίας (έγγραφο).

    Большой русско-греческий словарь > крепостной

  • 37 крестьянский

    επ.
    αγροτικός•

    крестьянский вопрос αγροτικό ζήτημα•

    -ое движение αγροτικό κίνημα•

    -ая девочка χωριατοκόριτσο, -τοπούλα•

    - ое хозяйство ή крестьянский двор αγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > крестьянский

  • 38 кулацкий

    επ.
    κουλάκικος, του κουλάκου•

    -ое хозяйство κουλάκικο νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > кулацкий

  • 39 ладить

    лажу, ладишь
    ρ.δ.
    1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•

    ладить со всеми τά χω καλά με όλους•

    один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•

    они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).

    2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•

    дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•

    ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.

    3. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•

    он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.

    1. ταιριάζω•

    беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.

    2. σκοπεύω, προτίθεμαι.
    3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > ладить

  • 40 мелкокрестьянский

    επ.
    μικροαγροτικός•

    -ое хозяйство μικροαγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > мелкокрестьянский

См. также в других словарях:

  • νοικοκυριό — και νοικοκεριό, το 1. το σύνολο τών επίπλων, σκευών και πραγμάτων που είναι απαραίτητα σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια 2. ο οίκος, το σπιτικό, η οικογένεια («άνοιξαν κι αυτοί το νοικοκυριό τους») 3. η φροντίδα για τα οικονομικά ή για τα… …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυριό — το 1. το σπιτικό, ο οίκος. 2. εποπτεία, επιστασία του σπιτιού: Δεν μπορεί να κάνει νοικοκυριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • ενδομενία — ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α) τα πράγματα τού σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοδιοικώ — (Μ κακοδιοικῶ, έω) διοικώ άσχημα, διακυβερνώ με κακό τρόπο χώρα, δήμο, επιχείρηση, νοικοκυριό, κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κατούνα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 340 μ., 2.331 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 82 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • κολχόζ — Τύπος σοβιετικής γεωργικής συνεταιριστικής επιχείρησης, που κατείχε τα μέσα παραγωγής και δημιουργήθηκε στην ΕΣΣΔ μετά την Οκτωβριανή επανάσταση. Η λέξη προέρχεται από τη συντομογραφία Κολεκτίνοβγε Χοζιάιστβο. Βλ. λ. Σοβιετική Ένωση. * * * το… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»