Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)+η+μελέτη

  • 61 политучёба

    θ.
    πολιτική σπουδή ή μελέτη.

    Большой русско-греческий словарь > политучёба

  • 62 практикум

    α.
    πρακτικισμός, πρακτική μελέτη διδακτικού αντικειμένου.

    Большой русско-греческий словарь > практикум

  • 63 проработка

    θ.
    1. μελέτη, σπουδή με εμβρίθεια.
    2. κριτική, κριτικάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > проработка

  • 64 работа

    θ.
    1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•

    умственная работа πνευματική εργασία•

    научная επιστημονική εργασία•

    тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•

    женская работа γυναικεία δουλειά.

    2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•

    полевые -ы αγροτικές δουλειές•

    принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•

    фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•

    мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•

    каторжные -ы τα κάτεργα.

    || υπηρεσία, εργασία, δουλειά•

    поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•

    сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•

    раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•

    искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).

    3. έργο•

    печатные -ы δημοσιευμένα έργα•

    дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•

    выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•

    прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.

    εκφρ.
    брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό.

    Большой русско-греческий словарь > работа

  • 65 трактат

    α.
    1. πραγματεία, μελέτη, εργασία•

    философский трактат φιλοσοφική πραγματεία,

    2. σύμβαση, συμφωνία διεθνής.

    Большой русско-греческий словарь > трактат

  • 66 углублённый

    επ. από μτχ.
    1. βαθύς• βαθουλός.
    2. μτφ. εμβριθής, βαθυστόχαστος•

    -ое изучение истории βαθιά μελέτη της ιστορίας.

    3. μτφ. αφοσιωμένος, προσηλωμένος, απορροφημένος.

    Большой русско-греческий словарь > углублённый

  • 67 усмотрение

    ουδ.
    1. εξέταση, μελέτη•

    усмотрение действовать по -ю ενεργώ κατόπιν εξέτασης ή κατά βούληση,

    2. κρίση, γνώμη•

    оставляю это на ваше усмотрение αφήνω αυτό στην κρίση σας•

    по своему -ю κατά την κρίση μου•

    по личному -ю κατά την προσωπική μου κρίση.

    Большой русско-греческий словарь > усмотрение

  • 68 штудирование

    ουδ.
    μελέτη εμβριθής (επιστάμενη).

    Большой русско-греческий словарь > штудирование

  • 69 этюд

    α.
    1. δοκίμιο ζωγράφου.
    2. μελέτη, σπουδή. || μικρό φιλολογικό ή μουσικό όγο. || συλλογή τραγουδιών μελέτες.

    Большой русско-греческий словарь > этюд

См. также в других словарях:

  • Μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτη — care fem nom/voc sg (attic epic ionic) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μελετάω take thought imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέτῃ — Μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτῃ — μελέτη care fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …   Dictionary of Greek

  • μελέτη — η 1. συστηματικό διάβασμα και έρευνα για μάθηση διάφορων πραγμάτων: Για να πετύχεις στις εξετάσεις χρειάζεται πολλή μελέτη. 2. μεθοδική ανάλυση και έκθεση κάποιου θέματος, γραπτή εργασία, πραγματεία: Έγραψε μια μελέτη για το Βυζάντιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μελέτη τὸ πᾶν. — См. Навык мастера ставит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μελέτη πάντα δύναται. — См. Терпенье и труд все перетрут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μελετῇ — μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres ind mp 2nd sg (doric) μελετάω take thought pres subj act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres ind act 3rd sg (doric) μελετάω take thought pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»