-
61 аудитория
-и θ.1. αίθουσα παραδόσεων (εκπαιδευτικών ιδρυμάτων).2. αθρσ. οι ακροατές. -
62 аукционный
επ.της δημοπρασίας•аукционный зал αίθουσα δημοπρασίας.
-
63 бильярдный
επ.του μπιλιάρδου•-кий η στέκα του μπιλιάρδου•
бильярдный шар μπίλια μπιλιάρδου.
ουσ. θ.бильярдныйая η αίθουσα των μπιλιάρδων. -
64 вместить
вмещу, вместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмещенный, βρ: -щен, -щена, -щено ρ.σ.μ.χωρώ, περιλαβαίνω, περιλαμβάνω•этот шкаф -ит все мой книги αυτή η βιβλιοθήκη θα χωρέσει όλα τα βιβλία μου•
зал не -ил всех пришедших η αίθουσα δε χώρεσε όλους όσοι ήρθαν.
περιλαμβάνομαι, χωρώ. -
65 впустить
впущу, впустишь, παθ’. μτχ. παρλθ. χρ. впущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. επιτρέπω την είσοδο•впустить публику в зал αφήνω•
то κοινό να μπει στην αίθουσα.
|| χύνω, ρίχνω•-капли в нос ρίχνω σταγόνες στη μύτη.
2. κεντρίζω, μπήγω, χώνω•впустить жало μπήγω το κεντρί.
-
66 выставочный
επ.της έκθεσης•выставочный зал η αίθουσα της έκθεσης.
-
67 гостиная
-ой θ.1. αίθουσα υποδοχής, σάλα, σαλόνι.2. τα έπιπλα του σαλονιού. -
68 двухъярусный
επ.που έχει δύο υπερώα (γαλαρίες)•двухъярусный зал театра αίθουσα θεάτρου με δυό γαλαρίες.
-
69 демонстрационный
επ.της προβολής, για προβολή•демонстрационный зал αίθουσα προβολής κιν. φιλμ.
-
70 диван
-
71 зало
-а ουδ.παλ. αίθουσα, σάλα. -
72 зальце
-а ουδ.παλ. μικρή αίθουσα. -
73 заполнить
ρ.σ.μ.1. γεμίζω•заполнить котла γεμίζω το λέβητα•
зрители -ли зал οι θεατές γέμισαν την αίθουσα•
заполнить свое время работой χρησοιμοποιώ τον ελεύθερο χρόνο με εργασία.
2. συμπληρώνω (ερωτηματολόγιο, σελίδα κ.τ.τ.).εκφρ.заполнить пробел – συμπληρώνω τα κενά.γεμίζω, πληρούμαι. -
74 зрительный
επ.1. οπτικός•-нерв οπτικό νεύρο•
-ая память οπτική μνήμη•
-ая труба οπτικός σωλήνας.
2. των θεατών•зрительный зал αίθουσα θεάτρου.
-
75 кабинет
-а. α.1. ιδιαίτερο δωμάτιο• γραφείο εργασίας•кабинет директора γραφείο διευθυντή•
кабинет врачи ιατρείο•
физический кабинет αίθουσα πειραματικής φυσικής•
химический кабинет χημείο•
зубоврачебный кабинет οδοτοιατρείο.
2. κυβέρνηση κράτους• υπουργείο•сформировать кабинет σχηματίζω κυβέρνηση•
кабинет министров η κυβέρνηση.
εκφρ.кабинет задумчивости – αποχωρητήριο•чрный - – γραφείο λογοκρισίας επιστολών. -
76 класс
-а α.1. τάξη•рабочий класс εργατική τάξη•
буржуазный класс αστική τάξη•
класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•
господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•
борьбе -ов πάλη των τάξεων.
|| υποδιαίρεση•класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•
класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•
класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.
|| κατηγορία• θέση•вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•
билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.
2. σχολική υποδιαίρεση•ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.
|| αίθουσα διδασκαλίας•ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.
|| παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•класс кончился το μάθημα τέλειωσε.
|| πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.3. ποιότητα• κατηγορία•драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.
|| βαθμίδα•водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.
|| υψηλό επίπεδο•показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).
-
77 колонный
επ.της κολόνας•колонный зал αίθουσα με κολόνες.
|| σαν φάλαγγα•-ая форма σχηματισμός σε φάλαγγα.
-
78 конференц-зал
-а α.αίθουσα διαλέξεων. -
79 концертный
επ.της συναυλίας•-зал αίθουσα συναυλιών•
-ая музыка μουσική συναυλίας•
концертный рояль πιάνο συναυλίας (μεγάλου μεγέθους).
-
80 косметика
-и θ.1. κοσμητική,καλλωπισμός, καλυντική•кабинет -и αίθουσα καλλωπισμού καλλωπιστήριο, καλυντήριο, τουαλέτα.
2. τα καλυντικά.
См. также в других словарях:
Αἴθουσα — Αἰθούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθουσα — portico fem nom/voc sg αἴθω light up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθούσας — αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem acc pl αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem gen sg (doric aeolic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσας — Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem acc pl Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσαις — Αἰθούσα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσαις — αἴθουσα portico fem dat pl αἴθω light up pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσης — Αἰθούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσης — αἴθουσα portico fem gen sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)