-
1 αιθουσα
-
2 αίθουσα
-
3 αίθουσα
[этуса] ουσ. Θ. зал, салон, гостиная,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αίθουσα
-
4 αίθουσα
[этуса] ουσ θ зал, салон, гостиная. -
5 πυραιθουσα
-
6 αδιαχώρητο(ν)
το невозможность вместиться;στην αίθουσα είχε καταργηθεί το αδιαχώρητο(ν) — зал наполнен до отказа
-
7 αδιαχώρητο(ν)
το невозможность вместиться;στην αίθουσα είχε καταργηθεί το αδιαχώρητο(ν) — зал наполнен до отказа
-
8 ακρόαση
[-ις (-εως)] η1) аудиенция;ζητώ ακρόαση από τον υπουργό — просить аудиенции у министра;
ημέρα ακρόάσεων — приёмный день;
αίθουσα ακρόάσεων — приёмная;
2) мед. аускультация, выслушивание;3) прослушивание (музыкального произведения);§ ούτε φωνή ούτε ακρόαση — ни ответа ни привета
-
9 αναμονή
η1) ожидание, выжидание;εν αναμονη — в ожидании;
αίθουσα αναμονής — зал ожидания;
τηρώ στάση αναμονής — занимать выжидательную позицию;
2) воен, нахождение на выжидательных позициях;3) мор., ком. обязательный срок для разгрузки и погрузки судов -
10 ασφυκτικά
επίρρ. битком набитый;ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα — битком набитый зал
-
11 εκκενώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) освобождать, очищать;εκκενώνω οικία — освобождать квартиру;
εκκενώνω αίθουσα — очищать помещение;
2) опорожнять; выкачивать;3) разряжать (тж. ал.);εκκενώνω όήλο — выстрелить, разрядить ружьё;
4) воен, эвакуировать;εκκενώνω φρούριο — оставлять крепость;
εκκενώνω χώρα — уходить из страны
-
12 θυμηδία
η весёлость, оживление; иронический смех;η ομιλία προκάλεσε θυμηδία στην αίθουσα — выступление вызвало весёлое оживление в зале
-
13 μισοαδειάζω
1. μετ. опорожнить наполовину;2. αμετ. опустеть наполовину; μισοάδειασε η αίθουσα зал опустел наполовину -
14 τελετή
η1) обряд, церемония; 2) торжество; празднество;αίθουσα τελετων — актовый зал
-
15 χώρισμα
τό1) разборка, сортировка; выбор, отбор; 2) отделение (в ящике, шкафу и т. п.); 3) перегородка, переборка;αίθουσα με πολλά χώρισματα — помещение с большим количеством перегородок;
4) развод (супругов) -
16 χωρώ
I (ε), χωράω (αόρ. (ε)χώρεσα) 1. μετ. вмещать, содержать в себе;η αίθουσα χωρεί χίλιους θεατές — зал вмещает тысячу зрителей;
§ δεν τον χωρεί ο τόπος — он места себе не находит;
δεν τον χωρει το σπίτι — ему дома не по себе;
δεν το χωρεί ο νούς μου — это не укладывается у меня в голове, это непостижимо;
αυτά τα παπούτσια δεν με χωρούν — эти ботинки мне малы;
2. αμετ. помещаться, вмещаться, содержаться;εδώ δεν χωρεί πλέον άλλος — здесь больше никто не поместится;
§ δεν χωρεί δεύτερη γνώμη — двух мнений быть не может;
στούς δυό τρίτος δεν χωρά — третий лишний;
δεν χωράει καμμιά αμφιβολία — не может быть никакого сомнения
χωρώ2II (ε) (αόρ. (ε)χώρησα) идти, двигаться, продвигаться
См. также в других словарях:
Αἴθουσα — Αἰθούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθουσα — portico fem nom/voc sg αἴθω light up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθούσας — αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem acc pl αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem gen sg (doric aeolic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσας — Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem acc pl Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσαις — Αἰθούσα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσαις — αἴθουσα portico fem dat pl αἴθω light up pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσης — Αἰθούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσης — αἴθουσα portico fem gen sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)