Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+από+πίσω+(

  • 101 отослать

    отошлю, отошлшь, παθ. μτχ», παρλθ. χρ. отосланный, βρ: -лан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απο)στέλλω•

    отослать деньги στέλλω χρήματα.

    || στέλλω πίσω.
    2. απομακρύνω, διώχνω.
    3. παραπέμπω•

    отослать читателя к первоисточнику παραπέμπω τον αναγνώστη στην πηγή.

    Большой русско-греческий словарь > отослать

  • 102 отпрыгнуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. αναπηδώ, ανατινάσσομαι, αναπετ ιέμαι.
    2. (προσκρούοντας) τινάζομαι, πετάγομαι•

    мяч -ул от стены το τόπι τινάχτηκε προς τα πίσω από τον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > отпрыгнуть

  • 103 отсылать

    ρ.δ.
    βλ. отослать.
    (απο)στέλλομαι. || στέλλομαι πίσω. || παραπέμπομαι. || διώχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отсылать

  • 104 по-за

    πρόθ. με αιτ. κ. οργ. (διαλκ.) πίσω απο.

    Большой русско-греческий словарь > по-за

  • 105 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 106 ретраншемент

    α. παλ. • χαράκωμα (πίσω από την κύρια γραμμή άμυνας).

    Большой русско-греческий словарь > ретраншемент

  • 107 решётка

    θ.
    1. κιγκλίδωμα σταυρωτό ή χιαστί.
    2. φράχτης με ράβδους, βέργες.
    3. σχάρα.
    4. διακόσμιση με τετράγωνίδια ή ρόμβους.
    5. (για νόμισμα)• τα γράμματα (η μια όψη)•

    орёл или -? κορώνα (αετός) ή γράμματα;

    εκφρ.
    за -у посадить – βάζω στη φυλακή (πίσω από το σιδερένιο κιγκλίδωμα)•
    за -у сидеть, оказаться – κάθομαι, βρίσκομαι στη φυλακή.

    Большой русско-греческий словарь > решётка

  • 108 стричь

    стригу, стрижшь, стригут, παρλθ. χρ. стриг, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. стригущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стриженный, βρ: -жен,. -а, -о
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.μ.
    1. κουρεύω•

    стричь волсы κουρεύω τα μαλλιά•

    стричь овец κουρεύω τα πρόβατα.

    2. κόβω• κλαδεύω• κοσίζω•

    стричь нокти κόβω τα νύχια•

    стричь картон κόβω μικρά τεμάχια το χαρτόνι•

    стричь кусты κλαδεύω τους θάμνους•

    стричь траву κόβω (κοσίζω) το χόρτο.

    εκφρ.
    стричь купоны – ζω από τα ενοίκια περιουσίας, γης•
    стричь ушами – κουνώ μπρος-πίσω τα αυτιά (για άλογο).
    1. κουρεύομαι.
    2. κόβομαι• κλαδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стричь

  • 109 схлынуть

    -нет
    ρ.σ.
    (για μεγάλη μάζα)• χύνομαι, ρέω• γυρίζω πίσω ορμητικά•

    волна -ла с берега το κύμα γύρισε ορμητικά από την ακτή.

    || μτφ. κινούμαι βίαια, εσπευσμένα, ορμητικά (για λαϊκές μάζες). || μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• ξεπέφτω• χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    страх мгновенно -ул ο φόβος στη στιγμή πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > схлынуть

  • 110 тюремный

    επ.
    της φυλακής•

    -ая камера κελί φυλακής•

    тюремный двор η αυλή φυλακής•

    -ое заключение η εγκάθειρξη, η φυλάκιση.

    εκφρ.
    за -ой решёткой – πίσω από τα σίδερα της φυλακής (στη φυλακή).

    Большой русско-греческий словарь > тюремный

  • 111 цуг

    α.
    ζεύξη αλόγων ή βοδιών διαδοχικά (το ένα πίσω από το άλλο).

    Большой русско-греческий словарь > цуг

См. также в других словарях:

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • πίσω — επίρρ. τοπ.: Χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφανής — ὀπισθοφανής, ές (Α) 1. αυτός που φαίνεται από πίσω 2. αυτός που δείχνει πίσω 3. αυτός που βλέπει προς τα πίσω 4. αυτός που εμφανίζεται από πίσω ή κατόπιν. επίρρ... ὀπισθοφανῶς (Α) 1. προς τα πίσω («ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς», ΠΔ) 2. κοιτάζοντας… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • εξόπισθεν — ἐξόπισθε(ν) (AM) (Α και ἐξόπιθεν) επίρρ. 1. από πίσω 2. πίσω από κάποιον μσν. 1. προς τα πίσω 2. ύστερα από κάποιον αρχ. φρ. τὰ ἐξόπισθεν από δω και πέρα, στο εξής …   Dictionary of Greek

  • μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»