Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)+από+πίσω+(

  • 81 тыл

    тыл
    м
    1. τό πίσω, τό ὅπισθεν/ ἡ ἀνάποδη (о руке)·
    2. воен. τά νώτα, τά μετόπισθεν:
    напасть с \тыла κάνω ἐπίθεση ἀπό τά νώτα, προσβάλλω ἐκ τῶν νώτων зайти в \тыл είσχωρώ στά μετόπισθεν.

    Русско-новогреческий словарь > тыл

  • 82 тыльный

    тыльн||ый
    прил:
    \тыльныйая поверхность руки ἡ ἀνάποδη τοῦ χεριοῦ· зайти́ с \тыльныйой стороны μπαίνω ἀπό τό πίσω μέρος.

    Русско-новогреческий словарь > тыльный

  • 83 дыбом

    [ντύμπαμ] εκίρ. στα πίσω πόδια (για άλογο), από ταραχή

    Русско-греческий новый словарь > дыбом

  • 84 за

    [ζα] πρόθεμα πίσω, πέρα, από

    Русско-греческий новый словарь > за

  • 85 дыбом

    [ντύμπαμ] επίρ στα πίσω πόδια (για άλογο), από ταραχή

    Русско-эллинский словарь > дыбом

  • 86 за

    [ζα] πρόθεμα πίσω, πέρα, από

    Русско-эллинский словарь > за

  • 87 возвратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ащённый, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, αποδίνω, επαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    возвратить взятые взаймы деньги επιστρέφω τα δανικά χρήματα, που πήρα•

    возвратить пленных επιστρέφω τους αιχμαλώτους.

    2. (επ)ανακτώ•

    возвратить силы επανακτώ τις δυνάμεις•

    возвратить здоровье επανακτώ την υγεία.

    3. γυρίζω υποχρεώνω να γυρίσει, να επιστρέψει•

    возвратить гонца с дороги γυρίζω τον αγγελιοφόρο από το δρόμο.

    εκφρ.
    возвратить к жизни – επαναφέρω στη ζωή.
    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξανάρχομαι, επανακάμπτω.
    2. (επ)ανακτιέμαι, επανέρχομαι•

    сознание у больного -лось ο άρρωστος επανέκτησε τις αισθήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > возвратить

  • 88 волна

    -ы, πλθ. волны, δοτ. волнам, κ. волнам, οργν. волнами κ. волнами, προθτ. о волнах, κ. о волнах θ. κυρλξ. κ. μτφ. το κύμα•

    морская волна το κύμα της θάλασσας•

    речная волна το κύμα του ποταμού•

    солнце скрылось в волнах ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα κύματα•

    волна недовольства κύμα αγανάχτησης•

    волна света κύμα φωτός•

    стачечная волна απεργιακό κύμα•

    звуковая волна ηχητικό κύμα•

    электромагнитные -ы ηλεκτρομαγνητικά κύματα•

    длина -ы το μήκος κύματος.

    θ. (διαλκ.) το μαλλί.

    Большой русско-греческий словарь > волна

  • 89 говор

    α.
    1. ομιλία, κουβέντα•

    за сте-ного слышался тихий говор πίσω από τον τοίχο α-κούονταν σιγανή κουβέντα.

    || κοφτός θόρυβος• ψίθυρος.
    2. (απλ.) φήμη, διάδοση, λόγια.
    3. προφορά.
    (γλωσ.) διάλεκτος.

    Большой русско-греческий словарь > говор

  • 90 дол

    -а, δοτ. πλθ. по долам к. παλ,.πο•

    долам α. παλ. κοιλάδα.

    εκφρ.
    за горами, за долами – πίσω από βουνά και κοιλάδες(μακριά)•
    по горим, по долам – σε βουνά και σε κοιλάδες (παντού).

    Большой русско-греческий словарь > дол

  • 91 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 92 женить

    женю, женишь, ρ.δ.κ.σ.μ. παντρεύω, συζευγνύω•

    женить насильно παντρεύω με το ζόρι.

    εκφρ.
    без меня -лиπαρμ. έπραξαν, ενήργησαν χωρίς να με ρωτήσουν (πίσω από τίς πλάτες μου).
    παντρεύομαι, νυμφεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > женить

  • 93 забаррикадировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ.
    οδοφράσσω, εγείρω, φτιάχνω οδοφράγματα.
    προφυλάσσομαι πίσω από τα οδοφράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > забаррикадировать

  • 94 задний

    -яя, -ее
    επ.
    πισινός, οπίσθιος•

    -двор οπισθαύλιο•

    -яя дверь πισόπορτα•

    -ее колесо πισινός τροχός•

    задний проход πρωκτός•

    -карман κωλοτσέπη•

    задний ход η προς τα πίσω κίνηση.

    εκφρ.
    - яя мысль – υστεροβουλία•
    - им умом крепок – στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα•
    - им числом – α) προχρονολογώ (επιστολή κ.τ.τ.), β) αργότερα, βραδύτερα•
    без -их ног – μου κόπηκαν τα γόνατα (από την κούραση)•
    подумать -им умом – σκέφτομαι κάτι κατόπιν εορτής (παράκαιρα).

    Большой русско-греческий словарь > задний

  • 95 заронить

    -оню, -онишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зароненный, βρ: -нен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μου πέφτει, άθελα•

    заронить ключ за сундук μου πέφτει άθελα το κλειδί πίσω από το σεντούκι.

    2. προκαλώ, επιφέρω, εγείρω•

    заронить сомнение σπέρνω την αμφιβολία•

    заронить в душе тоску προκαλώ θλίψη στην ψυχή.

    παλ. εισχωρώ, μπαίνω μέσα, τυπώνομαι, (στη μνήμη, ψυχή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > заронить

  • 96 кора

    θ.
    1. φλοιός, φλούδα•

    кора дерева ο φλοιός του δέντρου.

    2. μτφ. φαινομενικότητα, εξωτερική όψη•

    под -ой его суровости было доброе сердце πίσω από την αυστηρότητα του κρύβονταν η αγαθή καρδιά.

    εκφρ.
    земная кора – ο φλοιός της γης•
    кора больших полушарий головного мозга• кора голодного мозга• мозговая кора – ο φλοιός του εγκεφάλου.

    Большой русско-греческий словарь > кора

  • 97 накопить

    -оплю, -бпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накопленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (εν)αποταμιεύω οικονομώ•

    накопить деньги μαζεύω χρήματα.

    2. μτφ. αποκτώ συλλέγω, συσσωρεύω•

    накопить опыт αποκτώ πείρα•

    накопить много знаний αποκτώ πολλές γνώσεις•

    накопить дел συσσωρεύω υποθέσεις.

    αποκτιέμαι• συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•

    -лся опыт αποκτήθηκε πείρα•

    за шкафом -лась много пыли πίσω από τη ντουλάπα μαζεύτηκε πολύ σκόνη.

    Большой русско-греческий словарь > накопить

  • 98 обскакать

    -качу, -качешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обскаканный, βρ: -кан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καλπάζω, πηλαλώ γύρω από κάτι.
    2. (απλ.) περιέρχομαι, γυρίζω πολλά μέρη έφιππος.
    3. ξεπερνώ στον καλπασμό. || μτφ. (απλ.) υπερέχω, υπερβάλλω, αφήνω πίσω.

    Большой русско-греческий словарь > обскакать

  • 99 откачнуть

    ρ.σ.μ. κουνώ, κινώ μετακινώ. || μτφ. (απρόσ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω•

    его -ло от старых друзей αυτός ξέκοψε από τους παλιούς φίλους.

    κουνιέμαι, κινούμαι, μετακινούμαι. || κινούμαι απότομα προς τα πίσω. μτφ. (απλ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω.

    Большой русско-греческий словарь > откачнуть

  • 100 отлить

    отолью, отольшь, παρλθ. χρ. отлил, отлила отлило, προστκ. отли,ав. μτχ. παρλθ. χρ. отлитый, βρ: отлит, отлита, отлито
    ρ.σ.μ. (με γεν. κ. αιτ.).
    1. εκχύνω, ξεχύνω• αδειάζω ρίχνω.
    2. αντλώ, βγάζω•

    отлить воду из котлована βγάζω νερό από το λάκκο.

    3. (για νερό, κύμα κ.τ.τ.) γυρίζω, κυλώ πίσω επιστρέφω.
    4. συνεφέρω χύνοντας νερό.
    5. (απλ.) βρέχω, καταβρέχω μουσκεύω.
    6. (τεχ.) χύνω, εκτυπώνω•

    отлить колокол χύνω καμπάνα•

    отлить статую χύνω άγαλμα•

    отлить детали χύνω εξαρτήματα.

    (για μέταλλα) χύνομαι, εκτυπώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, παίρνω τη μορφή.
    εκφρ.
    отольются волку овечьи ή кошке мышкины слёзки; отольются чьи слёзы (слёзки) кому – εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου θα -κλάψει και η δική σου μάνα• έσεται ήμαρ, θά ρθειη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > отлить

См. также в других словарях:

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • πίσω — επίρρ. τοπ.: Χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφανής — ὀπισθοφανής, ές (Α) 1. αυτός που φαίνεται από πίσω 2. αυτός που δείχνει πίσω 3. αυτός που βλέπει προς τα πίσω 4. αυτός που εμφανίζεται από πίσω ή κατόπιν. επίρρ... ὀπισθοφανῶς (Α) 1. προς τα πίσω («ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς», ΠΔ) 2. κοιτάζοντας… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • εξόπισθεν — ἐξόπισθε(ν) (AM) (Α και ἐξόπιθεν) επίρρ. 1. από πίσω 2. πίσω από κάποιον μσν. 1. προς τα πίσω 2. ύστερα από κάποιον αρχ. φρ. τὰ ἐξόπισθεν από δω και πέρα, στο εξής …   Dictionary of Greek

  • μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»