Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(-ακτος)

См. также в других словарях:

  • ακτός — ἀκτός, ή, όν (AM) [ἄγω] 1. αυτός που κινείται, που κατευθύνεται από εξωτερικές δυνάμεις «ὁ μὲν [κόσμος] ἀκτός, ὁ δὲ [ἄνθρωπος] αὐτεξούσιος» (Μελέτ. Μ. 64.1301 Α) 2. ως ουσ. τὸ ἀκτόν ο χειρισμός μιας υπόθεσης, η διαδικασία …   Dictionary of Greek

  • θεόρ(ρ)ακτος — θεόρ(ρ)ακτος, ον (Α) αυτός τον οποίο τρέλανε κάποιος θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ράσσω «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • παντάναξ — ακτος, ο, θηλ. παντάνασσα, ΝΜΑ 1. βασιλέας τών πάντων, άρχοντας τού κόσμου («Υἱὲ θεοῡ παντάναξ», Ακολουθ. Μεγ Παρασκευής 2. το θηλ. (προσωνυμία τής Θεοτόκου) βασίλισσα τού σύμπαντος («ἡ παντάνασσα Μητροπάρθενος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) *… …   Dictionary of Greek

  • προφητάναξ — ακτος, ο, ΝΜ (προσωνυμία τού Δαβίδ) ο προφήτης και βασιλιάς ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + ἄναξ, ἄνακτος «βασιλιάς»] …   Dictionary of Greek

  • πυριπηγάναξ — ακτος, και δ. γρφ. πυριπηγάνυξ, ὁ, Α ο κυρίαρχος τής πηγής τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πηγή + ἄναξ) …   Dictionary of Greek

  • τρισάναξ — ακτος, ό, θηλ. τρισάνασσα, Μ 1. ο αληθινός και πραγματικός και μόνος βασιλιάς 2. το θηλ. ἡ τρισάνασσα (για τη Θεοτόκο) η μόνη αληθινή βασίλισσα, η μητέρα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι*, ἄναξ «άρχοντας, βασιλιάς»] …   Dictionary of Greek

  • ευκάτακτος — εὐκάτακτος, ον (Α) αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ακτος (< κατ άγνυμι «σπάζω, συντρίβω»), πρβλ. α κάτ ακτος, δυσ κάτ ακτος] …   Dictionary of Greek

  • Amphianax — AMPHIĂNAX, actis, Gr. Ἀμφιάναξ, ακτος, König in Lycien, welcher nicht allein den vertriebenen Prötus gütig aufnahm, sondern ihm auch seine Tochter, Antea, oder, wie sie Homer nennet, Sthenoboa, zur Gemahlinn gab, und endlich mit den zugegebenen… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Anax — ANAX, actis, Gr. Ἄναξ, ακτος, der Erde Sohn, Pausan. Attic. c. 35. p. 87. war König in der von ihm benannten Landschaft Anactoria, welche hernach von dem Miletus Milesia genannt wurde. Id. Ach. c. 2. Sein Sohn hieß Asterius, der dem einen Theil… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Anax [1] — Ἄναξ, ακτος, ein gemeiner Beynamen des Apollo, welcher von ἆκος, Hülfe oder Cur herkommen soll, weil er dem Bösen, als ein Gott der Arzeney abhelfen soll. Gyrald. Synt. VII. p. 237 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Arctophylax — ARCTOPHỸLAX, actis, Gr. Ἀρκτοφύλαξ, ακτος, ist am Himmel so viel, als der Bootes, welcher von ἄρκτος, ursa, und φυλαξ, custos, so viel als Bärenhüter heißt. Hygin. Astron. Poet. l. II. c. 4. Sieh Bootes …   Gründliches mythologisches Lexikon

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»