-
1 διέκειτο
διάκειμαιto be served at table: imperf ind mp 3rd sg -
2 διέκειθ'
διέκειτο, διάκειμαιto be served at table: imperf ind mp 3rd sg -
3 διέκειτ'
διέκειτο, διάκειμαιto be served at table: imperf ind mp 3rd sg -
4 διάκειμαι
Aδιάκηται Sapph.Supp.2.9
; inf. - κεῖσθαι: [tense] fut. - κείσομαι: first in Hes.Sc.20:—serving as [voice] Pass. toδιατίθημι, δ. ὑπό τινος X.HG4.1.33
, cf.6.5.1; to be served at table, Philostr.VA2.28; of troops, to be stationed, POxy.1204.7(iii A.D.), etc.: but mostly,II to be in a certain state of mind, body, or circumstances, to be disposed or affected in a certain manner, Hdt.2.83, etc.: freq. with Adv., ὡς διάκειμαι what a state I am in! E.Tr. 113 (lyr.);ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου Th.7.77
, etc.;σχεδόν τι οὕτω διεκείμεθα, τοτὲ μὲν γελῶντες κτλ. Pl.Phd. 59a
; μοχθηρῶς, φαυλότατα δ., to be in a sorry plight, Id.Grg. 504e, Erx. 405d;οὕτω δ. τὴν γνώμην ὡς.. Isoc.2.13
; εὖ δ. τινί, to be well disposed towards him, Is.4.18;πρός τινα κακῶς δ. Lys.16.2
;πρὸς τοὺς ἄρχοντας Isoc.3.10
; φιλικῶς τινί, οἰκείως πρός τινα, X.An.2.5.27, 7.5.16: abs., to be well-disposed,πρός τινα Philostr. VA1.7
(cf.ἀπὸ τοῦ διακειμένου ἀκροασάμενος Id.VS2.10.1
); ἐπιφθόνως δ. τινί to be envied by him, Th.1.75; ὑπόπτως τῷ πλήθει δ. to be suspected by the people, Id.8.68; ἐρωτικῶς δ. τῶν καλῶν to be in love with.., Pl.Smp. 216d;ἀπλήστως δ. πρὸς ἡδονήν X.Cyr.4.1.14
; λύμῃ δ., = λυμαίνεσθαι, Hdt.2.162; τὸ διακείμενον, of the intransitive Verb, opp. τὸ ποιοῦν, Arist.SE 166b14.2 of things, to be settled, fixed, or ordered,τώς οἱ διέκειτο Hes.
l.c.; τὰ διακείμενα conditions, terms,ἐπὶ διακειμένοισι μουνομαχῆσαι Hdt.9.26
; of a gift, ἄμεινον διακείσεται it will be better disposed of, X.An.7.3.17.3 of property, etc., to be situated, PGiss.119.3 (v A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάκειμαι
-
5 ποίησις
A fabrication, creation, production, opp. πρᾶξις (action, v. Arist. EN 1140a2, Pol. 1254a5), [ μύρου] Hdt.3.22;νεῶν Th.3.2
, etc.;ἡ τῶν ζῴων π. Pl.Smp. 197a
;ἡ τῶν μελῶν π. Id.Grg. 449d
;μίμησις π. τίς ἐστιν, εἰδώλων μέντοι Id.Sph. 265b
, etc.;αἱ ὑπὸ πάσαις ταῖς τέχναις ἐργασίαι ποιήσεις εἰσί Id.Smp. 205b
.2 of Poetry, ἡ τῶν διθυράμβων π., τῆς τραγῳδίας, τῶν ἐπῶν, Pherecr.145.10, Pl.Grg. 502a, 502b, R. 394c: abs., art of poetry,οἱ ἐν π. γενόμενοι Hdt.2.82
, cf. Ar.Ra. 868, etc.;οὕτως.. ἀταλαιπώρως ἡ π. διέκειτο Id.Fr. 254
; οἱ ἄκροι τῆς π. ἑκατέρας, i.e. tragedy and comedy, Pl.Tht. 152e;ᾠδαὶ καὶ ἡ ἄλλη π. Id.Phdr. 245a
; π. ψιλὴ ἢ ἐν ᾠδῇ ib. 278c.b poetic composition, poem,ἐς ποίησιν ἐσενείκασθαι Hdt.2.23
, cf. Th.1.10, etc.; : pl., Id.Lg. 829e.II = εἰσποίησις, adoption, in pl., Is.7.1, D.44.7, al.; κατὰ ποίησιν ibid., Michel836.5 (Didyma, ii B.C.);ποιήσει υἱοί D.H.4.7
;τῇ παρ' ὑμῶν π. πολίτης D.20.30
.2 in collect. sense, those adopted,τῆς π. ἣν ἐκεῖνος ἐποιήσατο Id.44.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποίησις
-
6 ἀταλαίπωρος
ἀτᾰλαίπωρος, ον,A not painstaking,οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20
. Adv.-ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr. 254
;οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35
;ἀ. διάγειν Ph.1.18
;ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16
.II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy,ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55
.2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv.- ρως
without incurring fatigue,Id.
Acut.33.III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also [suff] ἀτακτ-πώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv.- τως Hsch.
s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec. 204.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀταλαίπωρος
См. также в других словарях:
διέκειτο — διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκειθ' — διέκειτο , διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκειτ' — διέκειτο , διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπολεμούμαι — ἐπιπολεμοῡμαι, όομαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπεπολέμωτο πολεμίως διέκειτο» … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek