-
1 ανακαιω
-
2 ανασειραζω
досл. оттягивать поводом, перен.:1) сбивать с пути(ἀ. τινὰ καὴ παρακόπτειν φρένας Eur.)
2) сдерживать, подавлять(ὄρεξιν, ἰωήν Anth.)
-
3 συνεκκαλεομαι
одновременно вызывать, возбуждать(τινα πρός τι Polyb.; τέν ὄρεξιν Plut.)
-
4 διεγείρω
(αόρ. διήγειρα, παθ. αόρ. διηγέρθην) μετ.1) возбуждать, пробуждать; вызывать; разжигать;διεγείρω την όρεξιν — возбуждать аппетит;
διεγείρω υπόνοιας — вызывать подозрения;
διεγείρω τα πνεύματα — волновать умы;
διεγείρω την περιέργεια κάποιου — разжечь чьё-л. любопытство;
2) подстрекать, побуждать (к чему-л.);διεγείρω κάποιον εναντίον άλλου — подстрелить кого-л, против кого-л.
См. также в других словарях:
ὄρεξιν — ὄρεξις appetency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
ευδιάχυτος — εὐδιάχυτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διαχέεται εύκολα αρχ. 1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.) 2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)] … Dictionary of Greek
καταπαίζω — (AM) (ενεργ. και μέσ.) περιπαίζω, περιγελώ μσν. παίζω, κάνω παιχνίδια, παίζω με κάποιον («ὁ ἵππος κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῡ νέου», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. αστεΐζομαι, αστειεύομαι, χαριεντίζομαι με κάποιον 2. παθ. καταπαίζομαι γίνομαι αντικείμενο… … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
συνεκκαλούμαι — έομαι, Α μέσ. προκαλώ, ερεθίζω συγχρόνως («ἀνάμνησιν ποιεῑ τῶν ἀφροδισίων καὶ συνεκκαλεῑται τὴν ὄρεξιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκαλοῦμαι «προκαλώ, παρακινώ»] … Dictionary of Greek