-
1 αποτρωγω
1) обгрызать, объедать(καρπόν, πτόρθους Plut.)
2) откусывать(ὁρμιάν Arst.; τέν ῥῖνα Luc.)
3) рыть до конца, выкапывать(τᾶς αὔλακος Theocr.)
4) выманивать(μισθούς Arph.; μισθάριόν τινος Men.)
-
2 σιδηροω
покрывать железом(τέν ὁρμιάν Luc.): (ἥ κεραία) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом
См. также в других словарях:
ὁρμιάν — ὁρμιά̱ν , ὁρμιά fishing line of horse hair fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)