-
1 ερυω
ион. εἰρύω1) тащить, волочить, влечьἐ. τρὴς περί τι Hom. — трижды протащить вокруг чего-л.
2) (тж. ἐ. εἴσω Hom.) втаскивать, выволакивать(νῆα ἤπειρόνδε Hom. или ἐπ΄ ἠπείροιο Hom., Hes.)
3) стаскивать, спускать(νῆα ἅλαδε или εἰς ἅλα, τινὰ ἐξ οὐρανόθεν πεδίονδε Hom.)
4) вырывать, выдергивать(ὀϊστὸν ἐξ ὤμοιο, φάρμακον ἐκ γαίης Hom.)
5) извлекать (из ножен), обнажать(ἔγχος Soph.)
6) натягивать, напрягать(νευρέν ἐπί τινι Hom.; τῶν τόξων τὸ ἕτερον Her.)
7) натягивать, опускать(φᾶρος κὰκ (= χατά) κεφαλῆς Hom.)
8) вздергивать, вешать(ἀν΄ ὑψηλέν κίονά τινα Hom.)
9) тянуть, дергать(τινὰ χλαίνης Hom.)
10) срывать, обламывать(κρόσσας πύργων Hom.)
11) утаскивать, уносить(νεκρούς Hom.)
12) удалять, устранять(τι ἐκ ποδός Pind.)
13) разрывать на части, растерзывать(κύνες ἐρύουσί τινα Hom.)
14) (ср. лат. lateres ducere) изготовлять, производить(πλίνθους Her.) - см. тж. ἐρύομαι
-
2 εφαπτω
Iион. ἐπάπτω [ἅπτω I]1) досл. привязывать, прикреплять, закреплять, перен. совершать, делать(ἔργον τι κατ΄ ὀργήν Soph.)
ἐφάψαι πότμον ὀρφανόν Pind. — обречь на бездетность;λύων ἂν ἢ ἐφάπτων (v. l. ἅπτων ἂν ἢ λύων) Soph. — развязывая ли, или связывая, т.е. поступая таким ли образом, или противоположным;pass. — быть укрепляемым, предопределяемым:Τρώεσσι κήδεα или ὀλέθρου πείρατα ἐφῆπται или ἐφῆπτο (ppf. pass.) Hom. — над троянцами нависла гибель;ἀθανάτοιοιν ἔρις καὴ νεῖκος ἐφῆπται Hom. — раздор и распря стали уделом бессмертных;εἴδεος ἐπαμμένος Her. — наделенный красотой;ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα Plat. — то, что связано со всеми этими обстоятельствами2) med. (со)прикасаться, хвататься(τινος Arph., Arst., Plut. и τινος χερί Pind.)
ξίφους ἐ. Aesch. — хвататься за меч;ἐ. τινος τέν διάνοιαν Arst. — размышлять о чем-л.;χείρεσσιν ἐφάψασθαι ἠπείροιο Hom. — ухватиться руками за сушу, т.е. доплыть до берега;σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν Pind. — взойти на новую вершину3) med. (при)касаться, достигать(κελεύθοις ἁπλόαις τινός Pind.; τοῦ ἀληθοῦς Plat.)
4) med. захватывать(ῥυσίων Aesch.; τῶν Ἐρεχθεϊδᾶν δόμων Eur.)
5) med. постигать6) med. быть прикосновенным, причастным(ἀκράντοις ἔπεσι Pind.; τῶν περὴ φύσεως ζητημάτων Plat.)
ἐφάψασθαι τῶν σπονδῶν Plut. — принять участие в заключении перемирияII[ἅπτω II] зажигать, pass. загораться(ὥστε πῦρ ἐφάπτεται ὕβρισμα Eur. - v. l. ὑφάπτεται)
-
3 ηπειρος
дор. ἄπειρος (ᾱ) ἥ1) суша, земля(ἐκ πόντου βῆναι ἤπειρόνδε Hom.; ἤ. καὴ θάλαττα Arst.)
νῆα ἐπ΄ ἠπείροιο ἔρυσσαν Hom. — (ахейцы) вытащили судно на землю2) материк, континентοἵ τε ἐν τῇ ἠπείρῳ παραθαλάσσιοι Thuc. — (и) те, которые жили на материке вблизи моря;
-
4 κεραια
ἥ1) досл. рог, перен. роговой лук(ἐξᾶλτο κεραίας ἰός Anth.)
2) щупальце(τῶν καρκίνων, τῶν ἐντόμων Arst.)
3) мор. рея Aesch. etc.κεραίας ὑφιέναι Plut. — спускать паруса
4) брус, балка(κεραῖαι δελφινοφόροι Thuc.; κεραῖαι ἀπὸ τῶν τειχῶν ὑπεραιωρούμεναι Plut.)
5) ножка циркуля(ἥ κ. κυκλογραφοῦσα Sext.)
6) выступ, конец(κεραῖαι γραμμῆς Plut.)
7) черточка или значок(γραμμάτων Plut.; ἰῶτα ἓν ἢ μία κ. NT.)
8) сук или жердь(δύο κεραίας ἔχουσιν οἱ χάρακες Polyb.)
9) выступ, мыс или коса(ἠπείροιο Anth.)
10) отросток, мыщелка(τοῦ ἀστραγάλου Arst.)
-
5 ξερος
3эп.-ион. (= ξηρός См. ξηρος) сухой
См. также в других словарях:
Ἠπείροιο — Ἤπειρος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπείροιο — ἤπειρος terra firma fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPPADOCIA — Aliae regio ampla mari Euxino exposita, inter Galatiam ad occidemptem et. Armetniam minotem ad ortum contenta, introrsus in austrum usque ad Ciliciae sines Taurô monte dividente extensa, Plin. l. 6. c. 8. Strab. 1. 12. Huius praeses, Cl.… … Hofmann J. Lexicon universale
CYZICUS — I. CYZICUS a Thessalis oriundus. Fuit enim ex Aeneo Apollinis et Stilbes filio natus, qui, relictâ Thessaliâ, ubi fuerat ortus. in Hellespontum se contulit atque ibi regnavit, et Aenetem, Eufori Thraciae Regis filiam, uxorem duxit, ex qua Cyzicum … Hofmann J. Lexicon universale
ήπου — ἦπου και ἦ που (Α) 1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.) 2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
ροχθώ — ῥοχθῶ, έω, ΝΜΑ (για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση … Dictionary of Greek
υψού — Α επίρρ. 1. σε ύψος, πάνω, ψηλά («νῆα μὲν... ἐπ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῡ ἐπὶ ψαμάθοις», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπερβολικά («ἐξαείρας γὰρ με ὑψοῡ καὶ τὴν πάτρην καὶ τὸ ἔργον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. τηλ οῦ] … Dictionary of Greek