-
1 δαπτω
1) разрывать, раздирать, растерзывать(λύκοι ἔλαφον δάπτουσιν, δόρυ χρόα δάψει Hom.; τὰν ἁπαλὰν παρειάν Aesch.)
2) уничтожать, истреблять(πυρί τινα Hom. и δέμας τινός Anth.; ποταμοὴ πυρὸς δάπτοντες τῆς Σικελίας γόας Aesch.)
3) терзать, мучить, тревожить(δάπτει τὸ μέ ἔνδικον Soph.; συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ Aesch.)
-
2 δηιοω
стяж. δῃόω1) убивать(τινα χαλκῷ Hom.)
2) разрывать, растерзывать(χαλκὸς δῃώσας, λύκοι ἔλαφον δῃώσαντες Hom.)
3) сражаться4) разорять, опустошать(ἄστυ πυρί Soph.; τὰ παραθαλάσσια Her.; τέν Χαλκιδικήν Thuc.; χώραν Arph., Xen.)
δεδῃωμένος τὸν πώγωνα шутл. Luc. — лишившийся своей бороды -
3 εκκινεω
1) досл. поднимать, перен. вспугивать, гнать, преследовать(ἔλαφον Soph.)
2) возбуждать, волновать, раздражать(τινα τοῖς σκώμμασι Plut.)
3) усиливать, растравлять(δεινέ νόσον Soph.)
4) произносить, высказывать(τόδε τὸ ῥῆμα Soph.)
-
4 καταλοφαδεια
-
5 καταστεφω
1) увенчивать, обвивать гирляндами(ῥόδοις κάρηνα Anacr.; ἔλαφον Plut.)
2) ( в знак мольбы) украшать масличными ветвями (перевитыми белой шерстью)(βωμόν Eur.)
κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. — ветвь священной маслины, увитая белой шерстью3) умолять, молить о защите(τινὰ χεροῖν Eur.)
4) украшать цветами, обряжать(νεκρόν Eur.)
См. также в других словарях:
Ἔλαφον — Ἔλαφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλαφον — ἔλαφος deer masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
олень — ОЛЕН|Ь 1 (12), Е с. Олень: тѹ птица гнѣз дѧтьсѧ иродово жилище ѡбладаѥть ими. горы высокы˫а ѡленемъ камень прибѣжище за˫ацемъ. СбЯр XIII2, 137; ѡлень мѧ ѡдинъ болъ. ЛЛ 1377, 82 об. (1096); и молисѧ ѥмѹ олень. не обладанѹ ѥ||мѹ быти ѿ ловѧщихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ARIES — I. ARIES Danieli visus c. 8. v. 3. qui cornibus suis omnes orbis partes ita impetebat, ut nullus ei obsisteret, Persarum Rex est: qui sedisse dicitut ad Euleum, quia Susa, Regni Metropolis, ad eum amnem sita erat; et cornua duo habuisse, h. e.… … Hofmann J. Lexicon universale
HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… … Hofmann J. Lexicon universale
δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… … Dictionary of Greek
επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… … Dictionary of Greek
καταλοφάδεια — και καταλοφάδια (Α) επίρρ. επάνω στον τράχηλο, στον σβέρκο και στους δύο ώμους («καταλοφάδεια φέρων τὴν ἔλαφον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» και αναλογικό προς το κατωμάδιος από τη φρ. κατά λόφον. Το ει από μετρική έκταση] … Dictionary of Greek
κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… … Dictionary of Greek
κεραός — κεραός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. κεράς, άδος (Α) 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («εὑρών... ἔλαφον κεραόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέρατο, κεράτινος («κεραοὺς δὲ πέριξ ὑπεβάλλετο τοίχους», Καλλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερα Fός.… … Dictionary of Greek
ορειδρόμος — ὀρειδρόμος και, δ. γρφ., ὀριδρόμος, ον και ὀρεσ(σ)ιδρόμος και οὐρεσίδρομος, ον (Α) αυτός που διατρέχει τα όρη («ἔλαφον ὀρειδρόμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεισ(σ)ι (βλ. λ. όρος [II]) + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο δρόμος] … Dictionary of Greek