-
1 ελιγμος
ὅ1) поворот, изгиб, извилина(οἱ τοῦ λαβυρίνθου ἑλιγμοί Her., Plut.)
τοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι Xen. — блуждать окольными путями;ἑλιγμὸν ἔχειν Arst. — быть извилистым;σκολιοὴ ἑλιγμοί (sc. τῶν δεσμῶν) Plut. — запутанный (Гордиев) узел2) кружение, вращениеἑ. ἐν πελάγει Plut. — морской водоворот
-
2 ελιγμός
ο1) зигзагообразное движение;ελιγμοί τού όφεως — извивы змей;
2) прям., перен. лавирование, маневрирование; уловка, увёртка;κάνω ελιγμούς — лавировать, маневрировать;
η ικανότητα προς ελιγμούς — а) манёвренность; — б) перен. способность лавировать, маневрировать;
δι' επιτηδείων ελιγμών — с помощью ловких увёрток;
3) извилистость;ελιγμοί της οδού — извилистость дороги;
4) извив, изгиб, извилина; излучина, поворот;5) воен, манёвр -
3 λαβυρινθος
(ῠ) ὅ1) лабиринт (здание с многочисленными и запутанными ходами; наиболее известны: Египетский, у г. Крокодилополя Her., и Критский, близ Кносса, построенный, по преданию, Дедалом Diod.)2) сложное переплетение, запутанность(λόγων Luc.; ὥσπερ εἰς λαβύρινθον ἐμπεσεῖν Plat.; τοῦ λαβυρίνθου ἑλιγμοί Plut.; λαβύρινθοι πολύγναμπτοι Anth.)
3) сеть, невод(λ. ἐκ σχοίνων Theocr.)
4) спиральная раковина(εἰνάλιος Anth.)
-
4 ποικιλος
31) пестрый, пятнистый(παρδαλέη Hom.; δράκων Pind.; νεβρίς Eur.)
2) разноцветный, расшитый или узорчатый(πέπλος Hom.; κιθών Her.)
3) покрытый резьбой, резной, разукрашенный(θώρηξ, δίφρος Hom.)
ποικίλοι τὰ νῶτα Xen. — с татуировкой на спинах4) раскрашенный, расписной(στοά Dem.)
5) разнообразный, различный(νοσήματα, ἡδοναί Plat.; ἐπιθυμίαι NT.)
6) сменяющийся(μῆνες Pind.)
7) изменчивый8) запутанный, сложный, мудреный, замысловатый(ἑλιγμοί Her.; νόμος Plat.; λόγος Arph.)
9) хитроумный, изворотливый, лукавый(Προμηθεύς Hes.; ἀλώπηξ Plat.; βουλεύματα Pind.)
10) искусно сделанный, искусный(δεσμός Hom.)
См. также в других словарях:
ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Macedonia naming dispute — Macedonia (region) Macedonia (Greece) … Wikipedia
εκπορθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εκπόρθηση («εκπορθητικοί ελιγμοί») … Dictionary of Greek
πεζικός — ή, ό, ΝΜΑ [πεζός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική δύναμη») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεζικό(ν) μάχιμο σώμα τού στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του αρχ. 1. οι… … Dictionary of Greek
πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… … Dictionary of Greek
στολοδρομία — η, Ν [στολοδρομώ] ναυτ. πλους στόλου και ιδίως οι τακτικές κινήσεις και οι ελιγμοί του, που διέπονται από λεπτομερείς κανονισμούς … Dictionary of Greek
τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
ιππικό — Στρατιωτικός όρος που αναφέρεται στην έφιππη στρατιωτική δύναμη. Ως μαχητικό όπλο το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά οι Ασσύριοι (9ος αι. π.Χ.) και οι Πέρσες, ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα των ελληνικών και ρωμαϊκών στρατευμάτων. Στους Ρωμαίους όμως … Dictionary of Greek