Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἑλιγμοί

См. также в других словарях:

  • ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Macedonia naming dispute — Macedonia (region)     Macedonia (Greece)    …   Wikipedia

  • εκπορθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εκπόρθηση («εκπορθητικοί ελιγμοί») …   Dictionary of Greek

  • πεζικός — ή, ό, ΝΜΑ [πεζός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική δύναμη») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεζικό(ν) μάχιμο σώμα τού στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του αρχ. 1. οι… …   Dictionary of Greek

  • πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… …   Dictionary of Greek

  • στολοδρομία — η, Ν [στολοδρομώ] ναυτ. πλους στόλου και ιδίως οι τακτικές κινήσεις και οι ελιγμοί του, που διέπονται από λεπτομερείς κανονισμούς …   Dictionary of Greek

  • τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • ιππικό — Στρατιωτικός όρος που αναφέρεται στην έφιππη στρατιωτική δύναμη. Ως μαχητικό όπλο το χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά οι Ασσύριοι (9ος αι. π.Χ.) και οι Πέρσες, ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα των ελληνικών και ρωμαϊκών στρατευμάτων. Στους Ρωμαίους όμως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»