-
1 ερασταίς
-
2 ἐρασταῖς
-
3 στεῤῥός
στεῤῥός (ἵστημι), auch 2 Endgn, Pors. Eur. Hec. 150, = στερεός, starr, hart, fest, im Ggstz zum Weichen, Lockern, Flüssigen; δόρυ, Eur Suppl. 711; ἐν στεῤῥοῖς λέκ τροις, Troad. 114; Tim. Locr. 101 a u. sonst ἡ στεῤῥά, sc. γῆ, das feste Land. – Vom Boden, unergiebig; auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar. – Uebertr., unbiegsam, hart, grausam; ἀνάγκης στεῤῥαῖς δίναις, Aesch. Prom. 1054; οὐκ ἔστιν οὕτω στεῤῥὸς ἀνϑρώπου φύσις, Eur. Hec. 296; στεῤῥὰ ἀνάγκη, 1295; στεῤῥὰς ἀλγηδόνας, Med. 1031; ψυχὴ στεῤῥά, Ar. Nubb. 419; στεῤῥῶς αὐτῶν ἀπειχόμεϑα, standhaft, Xen. An. 3, 1, 22; ἐρασταῖς, Flacc. 1 (XII, 12). – Vgl. στερεός, στεῖρος, στέριφος u. ä.
-
4 νομο-θετέω
νομο-θετέω, ein νομοϑέτης sein, Gesetze geben, verordnen, Plat. Polit. 294 c, u. oft in den Büchern de legg.; auch pass., νομοϑετοῦνται, sie haben geschriebene Gesetze, Legg. XII, 962 e, wie ἡ νομοϑετουμένη πόλις, III, 701 d; νενομοϑέτηται καλῶς τὸ χαρίζεσϑαι ἐρασταῖς, es ist schön durch Gesetze bestimmt, Conv. 182 a; νενομοϑέτηκε, Alexis Ath. VI, 226 c. – Med. für sich Gesetze geben, von der Bürgerschaft, die sich selbst die Gesetze bestimmt, Theaet. 178 a Legg. V, 736 c u. öfter; τάξασϑαι καὶ νομοϑετήσασϑαι ἑορτάς, sich einrichten, VII, 818 e; oft bei den Rednern, vgl. Lys. 15, 9 Isocr. 3, 7 Dem. 24, 18. 123 Aesch. 1, 6; Folgde.
-
5 χαριζομαι
1) быть приятным, делать приятное, угождать Hes., Aesch., Arph.Καλλίᾳ χαριζόμενος παρέμεινα Plat. — я задержался здесь из любезности к Каллию;
χ. χάριτάς τινι Dem. — всячески угождать кому-л.;ἐμοί τε χαρίζου ἀποκρινόμενος Plat. — сделай мне одолжение, ответь;λόγῳ θωπεῦσαι καὴ ἔργῳ χ. Plat. — польстить словом и угодить делом;δειλίᾳ γλώσσῃ χ. Eur. — льстить из страха2) pass. быть приятным, нравиться(πάντεσσι Hom.)
ἥ οἱ κεχάριστο θυμῷ Hom. — которая была дорога ее сердцу;τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο Her. — это пришлось по душе эвбейцам;ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ! Hom. — о, желанный мой!;ὅς οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι Hom. — тот, кто был бы ему по сердцу;κεχαρισμένα ποιεῖν τινι Lys. — делать угодное кому-л.3) отдаваться, предаваться(ἐρασταῖς Plat.)
χ. τῇ προσπιπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ Plut. — подчиняться случайной страсти4) уступать, соглашаться, разрешатьχ. τῷ ἵππῳ Xen. — давать повод коню;
βούλει σοι χαρίσωμαι ; Plat. — ты хочешь, чтобы я тебе уступил?;5) охотно давать, предоставлять, преподносить(τί τινι Hom., Her., Arph., Xen., Luc.)
χ. παρεόντων Hom. — щедро давать из наличных запасов;χ. τινά τινι Xen. — назначать кого-л. в угоду кому-л., но Plut. освобождать или щадить кого-л. из уважения к кому-л.6) отпускать, прощать(ἀδικίαν τινί NT.)
-
6 νομοθετέω
νομο-θετέω, ein νομοϑέτης sein, Gesetze geben, verordnen u. oft in den Büchern: de legg.; auch pass., νομοϑετοῦνται, sie haben geschriebene Gesetze; νενομοϑέτηται καλῶς τὸ χαρίζεσϑαι ἐρασταῖς, es ist schön durch Gesetze bestimmt; für sich Gesetze geben, von der Bürgerschaft, die sich selbst die Gesetze bestimmt; τάξασϑαι καὶ νομοϑετήσασϑαι ἑορτάς, sich einrichten
См. также в других словарях:
ἐρασταῖς — ἐραστής lover masc dat pl ἐραστός beloved fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμαστής — ο, θηλ. θαυμάστρια (AM θαυμαστής, Α ιων. τ. θωμαστής) [θαυμάζω] αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται κάτι ή κάποιον (α. «θαυμαστής τού Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
τειχίο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκει και η Μονή Κοίμησης Θεοτόκου. To T. βρίσκεται στην τοποθεσία της αρχαίας μικρής πόλης της Αιτωλίας… … Dictionary of Greek
χαρίζομαι — ΝΜΑ [χάρις] 1. κάνω χάρη σε κάποιον, τόν ευνοώ (α. «μην τού χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.) 2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ ἀντία… … Dictionary of Greek