-
1 Αντρων
-
2 ανηλιος
дор. ἀνάλιος 21) неозаряемый солнцем, бессолнечный, мрачный(μυχοὴ ἄντρων Aesch.; λιβας Eur.; τῆς γῆς μέρος Plut.; χωρίον Luc.)
2) темный, тенисстый(φυλλάς Soph.)
-
3 διαισσω
стяж. διᾷσσω, атт. διᾷττω, иногда διάττω (fut. διᾴξω, aor. διῇξα) устремляться, бросатьсяλαγὸς ἐς τὸ μέσον διήϊξε Her. — заяц проскочил внутрь;
ὄρεα διᾴσσειν Soph. — (про)носиться через горы;ταχεῖα διῇξε φήμη Eur. — слух (об этом) быстро распространился;ἀχὼ διῇξεν ἄντρων μυχόν Aesch. — отголосок донесся в глубину пещер;θόρυβοι διᾴττοντες Plut. — донесшийся шум;σπασμὸς διῇξε πλευρῶν Soph. — судорожная боль пронзила тело; -
4 εσωθε
Iadv.1) изнутри(γίγνεσθαι Arst.)
οἱ ἄνεμοι οἱ ἔ. ἐκπνέοντες Her. — ветры, дующие с внутренней стороны, т.е. с Понта и Пропонтиды2) внутри(ὁδόντας ἔχειν ἔ. καὴ ἔξωθεν Arst.)
ἕτερον ἔ. τεῖχος περιθέει Her. — другая стена тянется кругом внутри (первой);II(ἄντρων Eur.)
-
5 εσωθεν
Iadv.1) изнутри(γίγνεσθαι Arst.)
οἱ ἄνεμοι οἱ ἔ. ἐκπνέοντες Her. — ветры, дующие с внутренней стороны, т.е. с Понта и Пропонтиды2) внутри(ὁδόντας ἔχειν ἔ. καὴ ἔξωθεν Arst.)
ἕτερον ἔ. τεῖχος περιθέει Her. — другая стена тянется кругом внутри (первой);II(ἄντρων Eur.)
-
6 κνυζαομαι
κνυζάομαι, κνυζέομαι(дор.: 3 л. pl. praes. κνυζεῦνται, 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)1) (о собаках, Кербере) ворчать, рычать(ἐξ ἄντρων Soph.)
2) ( о детях) взвизгивать, вскрикивать(ἐν ὕπνῳ Theocr.)
-
7 κνυζεομαι...
κνυζέομαι...κνυζάομαι, κνυζέομαι(дор.: 3 л. pl. praes. κνυζεῦνται, 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)1) (о собаках, Кербере) ворчать, рычать(ἐξ ἄντρων Soph.)
2) ( о детях) взвизгивать, вскрикивать(ἐν ὕπνῳ Theocr.)
-
8 οικητωρ
См. также в других словарях:
Ἀντρών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αντρών — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας στους πρόποδες της Οίτης, σε σημαντική στρατηγική θέση, η οποία αναφέρεται από τον Όμηρο. Κατά το τέλος του 4ου αι. π.Χ. την κατέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Το 171 π.Χ. υποτάχθηκε στους Ρωμαίους … Dictionary of Greek
ἄντρων — ἄντρον cave neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνα — Ἀντρών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνας — Ἀντρών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνες — Ἀντρών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνι — Ἀντρών masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶνος — Ἀντρών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντρῶσιν — Ἀντρών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek