-
1 αψευδης
21) не лгущий, говорящий правду, правдивый Pind., Hes., Aesch. Eur.2) истинный, подлинный(κάλλος Plut.)
3) не ошибающийся, безошибочный(ἀ. καὴ μέ πταίων τῇ διανοίᾳ Plat.)
-
2 αψευδής
-
3 ἀψευδής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀψευδής
-
4 αψευδής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αψευδής
-
5 ἀψευδής
нелгущий, правдивый, говорящий правду.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀψευδής
-
6 ἀψευδὴς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀψευδὴς
-
7 αψευστος
-
8 θρονος
ὅ1) высокое сидение, седалище, кресло(κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.)
2) тж. pl. трон, престол(βασιλήϊος Her.; Διὸς Aesch.; τοῦ Πλούτωνος Arph.)
Ἄρτεμις, ἃ θρόνον εὐκλέα θάσσει Soph. — Артемида, которая восседает на славном престоле3) перен., преимущ. pl. престол, царская властьθρόνοι μονόσκηπτροι Aesch. — самодержавная власть;
κράτη θρόνων Soph. — царские повеления;(ἥ γῆ), ἧς ἐγὼ κράτη τε καὴ θρόνους νέμω Soph. — страна, полная власть над которой принадлежит мне4) (тж. μαντικοὴ θρόνοι Aesch.) седалище прорицателя(ἀψευδής Eur.)
5) кресло учителя, кафедра(Ἱππίας ὅ Ἠλεῖος, ὅ ἐν θρόνῳ καθήμενος Plat.)
6) судейское кресло Plut.7) местопребывание, средоточие(ὅ θ. ὅ ἐν τῇ ψυχῇ Plat.; φρενὸς θ. Aesch.)
-
9 893
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 893
См. также в других словарях:
Ἀψεύδης — masc acc pl (attic epic doric) Ἀψεύδης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἀψεύδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀψευδής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψευδής — without deceit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψευδής — ές (AM ἀψευδής, ές) 1. ειλικρινής, φιλαλήθης 2. αληθινός, πραγματικός, αναμφισβήτητος μσν. 1. (με παράλειψη του ουσ.) ὁ Ἀψευδής ο Χριστός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀψευδές α) η αλήθεια β) η αξιοπιστία αρχ. αλάνθαστος, ακριβής … Dictionary of Greek
ἀψεύδης — ἀ̱ψεύδης , ἀψευδέω not to lie imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀψευδέω not to lie imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψευδῆ — ἀψευδής without deceit neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀψευδής without deceit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀψευδής without deceit masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψευδέστερον — ἀψευδής without deceit adverbial comp ἀψευδής without deceit masc acc comp sg ἀψευδής without deceit neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψευδεστάτων — ἀψευδής without deceit fem gen superl pl ἀψευδής without deceit masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψευδέα — ἀψευδής without deceit neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀψευδής without deceit masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψευδές — ἀψευδής without deceit masc/fem voc sg ἀψευδής without deceit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψευδέστατα — ἀψευδής without deceit adverbial superl ἀψευδής without deceit neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)