-
1 αγαφθεγκτος
-
2 εσπεριος
3 и 21) вечерний(ἀοιδαί Pind.)
ἑ. εἰς ἄστυ κάτειμι Hom. — вечером я вернусь в город;ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arst. — до вечера2) западныйἑσπέριοι ἄνθρωποι Hom. — западные народы
-
3 θεομορος
дор. θεύμορος 21) ниспосланный богами, дарованный божеством(ἀοιδαί, γάμου γέρας Pind.)
2) взысканный богами(Ἀρκεσίλας Pind.)
-
4 θυγατηρ
θῠγατρός (ᾰ) ἥ (эп. gen. θῡγᾰτέρος; dat. pl. θυγατράσι; во всех четырехсложных формах - θῡ-) дочь Hom. etc.αἰ Μοισᾶν θύγατρες Pind. = ἀοιδαί;
иногда — о животных (ἀναβαίνουσι καὴ ἐπὴ θυγατέρας οἱ ἵπποι Arst.) -
5 ιμερτος
3[adj. verb. к ἱμείρω См. ιμειρω] желанный, прелестный, очаровательный(Τιταρήσιος Hom.; κίθαρις HH.; στέφανοι Hes.; ἀοιδαί Pind.; Σαλαμίς Solon ap. Plut.; εἴσοδός τινος Epicur. ap. Diog.L.)
-
6 κλυτος
3 и 21) славный, прославленный(Ἀχιλλεύς, τέκτων Hom.; ἔθνος Λοκρῶν Pind.)
2) пышный, великолепный(δώματα, εἵματα, δῶρα Hom.)
3) чудный, дивный(ἔργα Hom.; φόρμιγξ, ἀοιδαί Pind.)
-
7 μαλερος
-
8 μελιγδουπος
-
9 μελικομπος
-
10 μελιφθογγος
-
11 παιανις
См. также в других словарях:
Ἀοιδαί — Ἀοιδή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδαί — ἀοιδή song fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀοιδᾶι — Ἀοιδᾷ , Ἀοιδή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδᾶι — ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres subj mp 2nd sg ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres subj act 3rd sg ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀοιδᾷ , ἀοιδή song fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαοίδια — και Καλαβοίδια, τὰ (Α) 1. εορτή τής Αρτέμιδος στη Λακωνική 2. (κατά τον Ησύχ.) «Καλαβοίδια ἐν τῷ τῆς Δερεάτιδος ἱερῷ Ἀρτέμιδος ᾀδόμενοι ὕμνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τη φρ. καλαί ἀοιδαί «ωραία άσματα» + κατάλ. ια,… … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
παιάνις — παιᾱνις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει σε παιάνα ή που μοιάζει με παιάνα («παιάνιδες ἀοιδαί», Πινδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. νεᾶν ις)] … Dictionary of Greek