-
1 ανδροδαικτος
-
2 ανδροθνης
- ῆτος adj. Aesch. = ἀνδροδάϊκτος См. ανδροδαικτος -
3 ανδροκμης
-
4 κοπος
ὅ тж. pl.1) удар(ἀνδροδάϊκτος Aesch.)
κόποι στέρνων Eur. — биение себя в грудь2) страдание, боль(ἡνίκ΄ ἂν κ. μ΄ ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph.)
3) утомление, усталость(κόποι καὴ ὕπνοι Plat.; κόποι θερινοί Arst.)
4) труд5) неприятность, страдание
См. также в других словарях:
ανδροδάικτος — ἀνδροδάικτος, ον (Α) αντροφονιάς, ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δαϊκτός < δαΐζω «σκοτώνω»] … Dictionary of Greek
ἀνδροδάικτον — ἀνδροδάϊκτον , ἀνδροδάικτος man slaying masc/fem acc sg ἀνδροδάϊκτον , ἀνδροδάικτος man slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
αρτιδάικτος — ἀρτιδάικτος, ον (AM) αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)] … Dictionary of Greek
αυτοδάικτος — αὐτοδάϊκτος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε μόνος του, που αυτοκτόνησε 2. πληθ. αυτοί που αλληλοσκοτώθηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαϊκτος < δαΐζω «σκοτώνω» (πρβλ. ανδροδάϊκτος, λουτροδάϊκτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] … Dictionary of Greek
ἀνδροδαίκτων — ἀνδροδαΐκτων , ἀνδροδάικτος man slaying masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)