-
1 ανακλασις
- εως ἥ1) загнутость, зазубренностьἀνάκλασιν ἔχειν Diod. — (о копье) быть загнутым или иметь зазубрины
2) преломление(τῶν ἀκτίνων Arst.)
3) изгиб; поворачивание, поворот(τῆς ὄψεως ἀπό τινος πρός τι Arst.)
ἀνακλάσεις ποιεῖσθαι ἐπί τι Polyb. — (о реке) делать поворот по направлению к чему-л.4) выпуклость, округлость(τῆς σαρκός Arst.)
-
2 ανταποστελλω
1) посылать обратно, отражать(ἀνακλάσεις Plut.)
2) посылать взамен(ἄλλους ὁμήρους Polyb.)
3) посылать в ответ(τῶν ῥητόρων τινάς Luc.)
См. также в других словарях:
ἀνακλάσεις — ἀνάκλασις a bending back fem nom/voc pl (attic epic) ἀνάκλασις a bending back fem nom/acc pl (attic) ἀνακλά̱σεις , ἀνακλάω bend back aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) ἀνακλά̱σεις , ἀνακλάω bend back fut ind act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αλληλοϋπέρθεση — η το φαινόμενο στο οποίο οι ανακλάσεις από παράθυρα ή ματογυάλια μπορούν να δώσουν είδωλα που το ένα να προβάλλεται επάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + υπέρθεση] … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
ουράνιο τόξο ή ίρίδα — Οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται στην ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του ηλιακού φωτός από τις αιωρούμενες στην ατμόσφαιρα υδροσταγόνες της βροχής. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με την εμφάνιση ομοκεντρικών κυκλικών τόξων, τα οποία έχουν τα χρώματα του … Dictionary of Greek
πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… … Dictionary of Greek
Φερμά, Πιερ ντε– — (Fermat, Μπομόν ντε Λομάν 1601 – Καστρ 1665). Γάλλος μαθηματικός. Αν και υπήρξε νομομαθής και δικαστής στην Τουλούζη, όπου έζησε πολλά χρόνια, είναι γνωστός ως ένας από τους ιδρυτές των νεότερων μαθηματικών. Φίλος του Ντεκάρτ, με τον οποίο… … Dictionary of Greek