-
1 αλγος
1) боль, страдание, мука Hom., Trag., Plut.ἔχεσθαι ἄλγεσι Hom. — мучиться, страдать
2) горе, скорбь, печаль Hom., Trag.θάνατον λαβεῖν ὑπ΄ ἀλγέων Eur. — умереть с горя
-
2 επιρροθος
-
3 παραψυχη
ἥ досл. охлаждение, перен. утешение, облегчение, утоление, успокоение(ἀλγέων Eur.; βίου Isae.; τῷ πένθει Dem.)
См. также в других словарях:
ἀλγέων — ἄλγος pain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀλγέω feel bodily pain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκληθάνω — ἐκληθάνω (Α) κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι εντελώς («ἔκ μ ἔλασας ἀλγέων» μ έκανες να ξεχάσω τελείως τα βάσανά μου) … Dictionary of Greek
πάγκλαυστος — και πάγκλαυτος, ον (Α) 1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.) 2. (με ενεργ σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλαυ(σ)τός… … Dictionary of Greek
παραψυχή — και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῡ πάθους ζητῶν», Γεωπον. β. «ἔχε δή τιν ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ ε ψύχ ην, αόρ. β τού παραψύχω (πρβλ. ανα ψυχή, κατα ψυχή)] … Dictionary of Greek